«Ο Μεγάλος Δικτάτορας», η κατά πολλούς κορυφαία στιγμή του Τσάρλι Τσάπλιν, συμπληρώνει σήμερα 83 χρόνια ζωής - αφιερωματα , θεματα || cinemagazine.gr
11:17
15/10

«Ο Μεγάλος Δικτάτορας», η κατά πολλούς κορυφαία στιγμή του Τσάρλι Τσάπλιν, συμπληρώνει σήμερα 83 χρόνια ζωής

Εν μέσω της πιο βαριάς συννεφιάς του 20ού αιώνα, λίγο πριν την αμερικανική εμπλοκή στον 2ο ΠΠ και σε μια ατμόσφαιρα άρνησης της κοινής γνώμης για ανάμιξη στον Πόλεμο, ένα έργο που πιστεύει στην σημασία και την επιρροή της τέχνης στα ανθρώπινα ήταν γεγονός. Κι έκτοτε, με όλες τις εσωτερικές του εντάσεις, παραμένει θρύλος.

Από τον Ηλία Δημόπουλο

11 χρόνια μετά την έλευση του ομιλούντος, ο Τσάρλι Τσάπλιν ήταν έτοιμος για την θεαματικότερη πολιτισμική του προσθήκη μετά την δημιουργία του «αλητάκου», του Σαρλώ που η υφήλιος αναγνώριζε και λάτρευε. Ακόμα και στο Βερολίνο των αρχών του ’30 ο Τσάπλιν ήταν κοσμαγάπητος – κι αυτό ήταν επαίσχυντη πραγματικότητα για τους Ναζί που εξ αρχής επιχειρούσαν την σπίλωσή του ως Εβραίου παλιάτσου σκοτεινών προθέσεων.

Όμως οι καιροί εκείνοι, αδιανόητοι για μας στην αναλογική (και ψηφιακή) ευδαιμονία μας, ήταν περίπλοκοι και ναρκοθετημένοι. Ακόμα και στην Αμερική, που δεν ήθελε να μπερδευτεί με τα εσωτερικά της Ευρώπης (μην ξεχνάμε ο πόλεμος είχε ξεκινήσει – ξεκινούσε μαζί με τα γυρίσματα του «Δικτάτορα» που διήρκεσαν ενάμισι χρόνο!), υπήρχαν συμπαθούντες τους Ναζί που έστελναν πύρινες επιστολές αντίθεσης στην ταινία. Φημολογείται πως παρενέβη ακόμα και ο ίδιος ο Πρόεδρος Ρούζβελτ παραινώντας τον Τσάπλιν να συνεχίσει.

Ο τελευταίος, αποφασισμένος πια πως τούτη θα ήταν τελικά η πρώτη ομιλούσα ταινία του («Τα Φώτα της Πόλης» και οι «Μοντέρνοι Καιροί» ήταν βωβές ταινίες εν μέσω ομιλούντος), ισχυρίστηκε στα επόμενα χρόνια πως αν γνώριζε το εύρος της ναζιστικής θηριωδίας, δεν θα μπορούσε να κάνει την ταινία. Όταν ο κόσμος καίγεται, η σάτιρα τού φαινόταν πολυτέλεια. Κατά μία έννοια ο Τσάπλιν είχε δίκιο. Κατά μια άλλη όμως, τι άλλο μένει στην τέχνη παρά να γνωστοποιήσει και να σχολιάσει όσο μπορεί εντονότερα;

Έτερο ενδιαφέρον, σε βαθμό τραγικής ειρωνείας, που απασχολούσε μάλιστα πολύ τον δημιουργό ωθώντας τον στον «Μεγάλο Δικτάτορα», είναι οι παραλληλίες της ζωής του με αυτήν του Χίτλερ. Δυο ανάλογης σωματοδομής κι εμφάνισης φτωχόπαιδα, γεννημένα την ίδια χρονιά με τέσσερεις μέρες διαφορά, ίδιο μουστάκι (πραγματικό ή μυθοπλαστικό), παρόμοια διαδρομή στην παγκόσμια φήμη… Ακόμα και ο Βάγκνερ τους συγκινούσε παρόμοια. Είναι βέβαια σαφές πως από μια πλευρά ήταν τα ακριβώς αντίθετα του φάσματος. Στον Τσάπλιν όμως ήταν σαφές και το γεγονός πως δύο άνθρωποι τέτοιας τελικής μορφής, μοιράζονται κάποιας μορφής συγγένεια. Κι αυτό δεν μπορούσε παρά να τον συγκλονίζει και να διατρέχει το τελικό φιλμ.

Το οποίο τελικό φιλμ είναι ένα τσαπλινικό απόσταγμα πάνω στην φιλοπόλεμη φρίκη και την αντίσταση στην ιδέα της με κάθε τρόπο. Είναι μια σάτιρα βεληνεκούς αλλά κι ένα ιστορικό τεκμήριο στο είδος της σάτιρας που αντιπροσωπεύει και βέβαια δεν υπάρχει πια. Είναι επίσης μια σπονδή στην ειρωνεία, μέσω του ευρήματος του κουρέα-σωσία, αυτού του εντελώς αλλόκοτου «διπλού» που περιγράψαμε πιο πάνω. Είναι μια έκκληση για ανθρωπιά, μια ικεσία μπας και δεν αυτοεξολοθρευτούμε. Είναι ένα έργο που πιστεύει στον Άνθρωπο  - κι αυτή είναι βέβαια η μεγάλη ποιοτική διαφορά από τον «Κύριο Βερντού», που θα ερχόταν λίγα χρόνια μετά. Ο μονόλογος του φινάλε, με ό,τι κι αν η ανούσια κριτική λεπτολογία μπορεί να ισχυριστεί, είναι λόγος προφητικός, κείμενο επαναστατικής ανθρωπιάς, κραυγή να μεγαλώσουμε και να αγαπηθούμε - και αποκαθιστά και τον Βάγκνερ στο ανεπανάληπτο λυρικό του μεγαλείο.

Στην ιστορική σκηνή (ανάμεσα σε κάμποσες), που ο Τσάπλιν παίζει εύγλωττα με την…Υφήλιο ενώ ακούγεται η εισαγωγή του βαγκνερικού 'Λόενγκριν', ο Τσάπλιν φτάνει σε μια από τις συνταρακτικές του στιγμές. Αφ’ ενός γιατί μπορεί να αστειευτεί με το ανθρώπινα οριακό, αφ’ ετέρου γιατί τολμά να δείξει το καλλιτεχνικά ανομολόγητο: Η δύναμη του σινεμά είναι μια ποιοτική παράφραση της πολιτικής δημαγωγίας.

Το έργο τιμήθηκε με 5 οσκαρικές υποψηφιότητες, ο ίδιος ο Τσάπλιν όμως δεν ήταν υποψήφιος στην σκηνοθεσία (ήταν όμως ο Σαμ Γουντ για το «Kitty Foyle»…), το έργο έχασε σε όλες τις κατηγορίες (με «Σταφύλια της Οργής» και «Μεγάλο Δικτάτορα» στην Καλύτερη Ταινία το δίνεις στη «Ρεβέκκα» και αποδεικνύεις πόσο μακριά από την Ιστορία είσαι), ο Τσάπλιν πληγώθηκε από αυτό (ειδικά η απώλεια στον Πρώτο Ανδρικό είναι αχαρακτήριστη), αλλά αυτό δεν ήταν τίποτα. Η ταινία είχε μεγαθηριακές εισπράξεις – κι αυτό δεν είπε τίποτα. Ο Πόλεμος ερχόταν πέρα από τον Ατλαντικό. Ο Χίτλερ (που ζήτησε και είδε το έργο δύο φορές, ποιος ξέρει πώς αντέδρασε) δεν ήταν απλά (…) αυτό που έβλεπε ο Τσάπλιν στο έργο του. Η εξέλιξη της Ιστορίας θα ήταν η ολοκληρωτικά καταστροφική άρνηση του ελπιδοφόρου, ικετευτικού «ακούστε!» φινάλε.

«Ο Μεγάλος Δικτάτορας» συμβολίζει και ενσωματώνει το «πριν» της αθωότητας μας στην μετέπειτα επί γης κόλαση που το μίσος, η αρχομανία, η οικονομία και οι συμπτώσεις επέβαλλαν. Και γι’ αυτό και μόνο η ιστορική του σημασία είναι μοναδική.