Τζούντι Γκάρλαντ: Ένα αστέρι γεννήθηκε σαν σήμερα - αφιερωματα , θεματα || cinemagazine.gr
14:15
10/6

Τζούντι Γκάρλαντ: Ένα αστέρι γεννήθηκε σαν σήμερα

Η, κατά την Αμερικανική Ακαδημία Κινηματογράφου, μία από τις 10 μεγαλύτερες σταρ της κλασικής εποχής (και μαζί με την Τζόαν Κρόφορντ μια από τις δύο πιο άγνωστες σήμερα), είναι η σαν σήμερα γεννημένη Τζούντι Γκάρλαντ, η γυναίκα που, περισσότερο κι από την Μέριλιν, κουβάλησε ατυχώς τον σταυρό της διασημότητας.

Από τον Ηλία Δημόπουλο

Στην ίδια δεν θα άρεσε καθόλου ο χαρακτηρισμός, δεν έβλεπε τον εαυτό της σαν τραγικό πρόσωπο. Έτσι συμβαίνει συνήθως με τα bigger than life τραγικά πρόσωπα.

Το κορίτσι που γεννήθηκε μέσα στα φώτα της ράμπας, που υπήρξε ήδη γνωστή από την μίνι παιδική καριέρα με τις αδελφές της στο βωντβίλ, που δεν θα άντεχε τελικά πολλά δύσκολα, ζάμπλουτα και πάμφτωχα μαζί χρόνια, είχε το σημάδι της (επίκτητης) τραγωδίας στο μέτωπο.

Η Γκάρλαντ έγινε παγκοσμίως -και λατρευτικά παναμερικανικά- γνωστή από τα μέσα του ‘30 που υπέγραψε ένα από εκείνα τα φοβερά συμβόλαια-κλουβιά που υπέγραφαν οι σταρ τότε - αυτή με την χρυσοποίκιλτη MGM. Μόλις άκουσαν το δοκιμαστικό της στο τραγούδι την υπέγραψαν αμέσως, αδιαφορώντας για την σκηνική της παρουσία. Τα προβλήματα ήταν δύο. Το ένα πως δεν ήταν αρκετά μικρή ώστε να παίξει στην κατηγορία «Σίρλεϊ Τέμπλ» του παιδιού-θαύματος και δεν ήταν ενήλικη να μπει σε «κανονικές» ταινίες. Το άλλο πως δεν ήταν «αρκετά όμορφη» για ένα στούντιο και μια εποχή που τότε από την Άβα Γκάρντνερ και την Λάνα Τάρνερ ξεκινούσε και στην Ελίζαμπεθ Τέιλορ, την Κάρολ Λόμπαρντ και την Τζόαν Κρόφορντ κατέληγε. Και η Τζούντι δεν είχε την επιβιωτικότητα μιας Μπέτι Ντέιβις (επίσης όχι «αρκετά όμορφης» για τους παραγωγούς) να το αντέξει.

Για το πρώτο βρέθηκε άμεση η λύση και ήταν τα αξεπέραστα μιούζικαλ του ‘30, το δέσιμο με τον Μίκι Ρούνεϊ, όχι όσο ξέγνοιαστο γράφει η επίσημη ιστορία, και οι αναρίθμητες ταινίες που έκαναν μαζί. Μπορεί στο στούντιο να υπήρχε κι άλλη μια μεγάλη φωνή, η Ντιάνα Ντέρμπιν (μεγάλη ξεχασμένη σταρ, που δεν έφτασε όμως την διασημότητα της Γκάρλαντ), μπορεί μέχρι να πάρουν μπρος οι ταινίες με τον Ρούνεϊ να πέρασαν δυο-τρία χρόνια, όμως η λύση είχε βρεθεί. Και ήταν χρυσωρυχείο.

Για το δεύτερο όμως, κάπου τότε, έμπαιναν οι καταλυτικές βάσεις του πρόωρου θανάτου της. Σε μια ιστορία που το #metoo και η ορθή επαναπροσέγγιση ζητημάτων προβληματικότατης πατριαρχικότητας μπορούν να έχουν μια πολιτική αγωγή κλάσεως (άρα προσμονή για το biopic με την Ρενέ Ζελβέγκερ που θα δούμε σύντομα), η Γκάρλαντ έζησε τον εφιάλτη ενός στούντιο που την ανεβοκατέβαζε «ασχημόπαπο», με όλα τα συμπαρομαρτούντα του στρατού των μακιγιέρ και των σχολίων που ακούγονταν.

Για την Γκάρλαντ η πεποίθηση πως είναι άσχημη και ατάλαντη δεν έπαψε ποτέ, η ανασφάλειά της ρίζωσε εδώ για τα καλά και δεν την ελευθέρωσε ως το τέλος.

Βέβαια η ανάλυση μιας εμφανώς ραγισμένης ψυχοσύνθεσης δεν αρμόζει σε μια σύντομη και ακατάρτιστη επιστημονικά αναφορά. Η ουσία παραμένει πως παρά τις εκφάνσεις του προβληματικού της χαρακτήρα, η Γκάρλαντ έκανε μια σειρά ταινιών που σημείωσε πολύκροτη επιτυχία, έφερε τρομερά χρήματα στο στούντιο και αμφίβολο αν μπορείς να της χρεώσεις έστω μια ουσιαστική εισπρακτική αποτυχία.

Από τον «Μάγο του Όζ» και το «Meet me in St. Louis», μέχρι το διαστρικό πρώτο σίκουελ του «Ένα Αστέρι Γεννιέται» (1954), η Τζούντι υπήρξε χρυσοφόρα επένδυση και θεία μουσική ευλογία για την Βίβλο του Αμερικανικού τραγουδιού από το ‘20 ως το ’50.

Βέβαια, το στουντιακό περιβάλλον δεν σου έλεγε μόνο πως θα ξυπνήσεις και πως θα κοιμηθείς, σου έλεγε και τι θα κάνεις στο ενδιάμεσο. Σε πήγαινε σχολείο, σου έκανε μαθήματα στα πάντα, σου έφτιαχνε τη μύτη, τα δόντια, τα φρύδια, σου έλεγε να κάνεις δίαιτα ή να πάρεις κιλά, σε έβαζε να δουλεύεις με άγριους ρυθμούς καθημερινών γυρισμάτων για κάμποσες ταινίες ετησίως. Η Γκάρλαντ ισχυρίστηκε πως το στούντιο τους έδινε αμφεταμίνες και βαρβιτουρικά για να αντέχουν και να κοιμούνται και χρεώνει στο στούντιο την ισόβια σχέση της με τα ναρκωτικά και μετέπειτα και με το αλκοόλ. Ο Μίκι Ρούνεϊ δεν συνάδει, κι ίσως οι περισσότεροι δεν θα συμφωνούσαν – ήταν και στον χαρακτήρα της, γράφτηκε, η μετάθεση των ευθυνών – όμως το γεγονός παρέμενε.

Η Γκάρλαντ έζησε μια ζωή «υπό την επήρεια» και σ’ αυτήν μπορείς να αποδώσεις τα αμέτρητα προβλήματα που σήμαινε η συμμετοχή της σε μια παραγωγή, οι πολλές απολύσεις που υπέστη από συμβόλαια καθώς δεν κατόρθωνε να τηρεί τις βασικές της υποχρεώσεις.

Όταν όμως τα κατάφερνε… Όταν η Γκάρλαντ ένοιωθε πως βρίσκεται  σε ασφαλή χέρια, όταν καταλάβαινε πως η όψη, τα κιλά και το ταλέντο της αναγνωρίζονταν (κι αυτό συνήθως συνέβαινε στα ουρανομήκους αποθέωσης live της), το αποτέλεσμα ήταν απαστράπτον.

Το εντυπωσιακό της contralto ανέτελλε χωρίς δύση, το δυσανάλογο της ηλικίας βάσανο διέπρεπε εν μέσω εκπληκτικών tour de force, οι ερμηνείες της κατάφερναν να χαρίζουν το βιωματικό εύθραυστο στο χολιγουντιανό αρραγές της κατασκευής και της φόρμας. «The Clock» (1945, του Μινέλι), το κλασικό πέρασμα στο «Ziegfeld Follies» (1945), «Ο Πειρατής» και το «Easter Parade» (και τα δύο το 1948), το «In the Good Old Summertime» του ’49 που κλείνει και με την μικρή δυομισάχρονη Λάιζα Μινέλι στο «ντεμπούτο» της, το φοβερό «Summer Stock» του ’50 μαζί με τον Τζιν Κέλι…

Ίσως σήμερα δεν φαίνονται πολλά. Ιδίως για ένα κοινό φανατικά προσηλωμένο σε μια επικαιρότητα που φαντάζει σχετικότερη, οι μεγάλες στιγμές του παρελθόντος είναι περπατημένες διαδρομές στο επιπόλαιο βλέμμα, δεν κουβαλούν χρησιμότητα ή/και ευχαρίστηση. Το λάθος του ισχυρισμού δεν αποδεικνύεται παρά με την κινηματογραφική εκπαίδευση, με το σμίλεμα ενός γούστου οξύτερου και (άρα) ευρύτερου. Η υπηρεσία της Γκάρλαντ στο μιούζικαλ είναι μέγιστη. Στα κριτήρια που θέσπισε η ερμηνεία της (φωνητική και υποκριτική) φαντάζει ανυπέρβλητη – και είναι. Υπήρξαν, ελάχιστες, να την διαδεχθούν (ακόμα και η κόρη της, Λάιζα, από τον γάμο με τον Βιντσέντε Μινέλι), όμως το είδος είχε εκπνεύσει. Κι ένας, ελάχιστος έστω, λόγος ήταν πως το διαμέτρημα της Γκάρλαντ δεν μπορούσες να το αναπαράγεις.

Μετά το ‘54 που η Γκάρλαντ, ελαφρώς σοκαριστικά, έχασε το Όσκαρ για το «Ένα Αστέρι Γεννιέται» από την Γκρέις Κέλι, ελαχιστοποίησε το σινεμά – είχε βάλει και λεφτά με την εταιρεία παραγωγής της στο έργο και τα άπειρά του προβλήματα δεν βοήθησαν το κόστος του – και σάλπαρε για έναν θυελλώδες ταξίδι σπαρακτικής προσωπικής ζωής και ως επί το συντριπτικό πλείστον θριαμβευτικών εμφανίσεων στην μουσική σκηνή, το θέατρο και, περιστασιακά, την τηλεόραση. Η λατρεία του κόσμου στο πρόσωπό της δεν είχε ανάλογο, στην all American τζαζ-μιούζικαλ πίστα η Γκάρλαντ υπήρξε αυτοκράτειρα.

Έκανε για το σινεμά όμως την «Δίκη της Νυρεμβέργης», σε κόβει στα δύο η όψη και η κόψη της ερμηνείας της (η δεύτερη και τελευταία της υποψηφιότητα για Όσκαρ), κι έκανε επίσης δυο ωραιότατα έργα, την ίδια χρονιά (1963), το «I Could Go On Singing» και το  «A Child is Waiting» του Τζον Κασαβέτης – που σφαζόταν με τον Στάνλεϊ Κρέιμερ όμως στα γυρίσματα και όλο και κάτι φαίνεται.

Ελάσσονες αυτοκτονικές απόπειρες, 5 γάμους, 1 Τόνι, 3 Γκράμι, το νεανικό της Όσκαρ του «Μάγου του Οζ» (ειδικό βραβείο που δόθηκε ελάχιστες φορές πριν εγκαταλειφθεί) και ένα πλήθος αναγνωρίσεων μετά, η Γκάρλαντ είχε φλερτάρει με τον θάνατο αρκετά ώστε το μακάβριο ειδύλλιο να έφτανε στην ευόδωση. Η πέμπτος της σύζυγος, ένας πιανίστας και ιδιοκτήτης νυχτερινών μαγαζιών ο Μίκι Ντινς, την βρήκε νεκρή στο μπάνιο της, μετά από, ίσως όχι σκόπιμη, κατάχρηση χαπιών που ο ίδιος, στο βιβλίο που έβγαλε χρόνια μετά, παραδέχτηκε πως δεν μπόρεσε ποτέ να ελέγξει στα τρία χρόνια της γνωριμίας τους.

‘Ηταν μόλις 47 ετών.

Διαβάστε ακόμη το Τζούντι Γκάρλαντ: 11 λόγοι για το making of μιας ιδιοφυΐας ή αλλιώς 11 λόγοι που κάνουν τις δυσκολίες ενσάρκωσής της ανυπέρβλητες και το κατόρθωμα της Ρενέ Ζελβέγκερ (Όσκαρ Α' Γυναικείου για το «Judy») αξιοσέβαστο.