«Το σινεμά ήταν η μοναδική διέξοδος»: Ο Μάρτιν Σκορσέζε εξομολογείται αποκλειστικά στο cinemagazine - αφιερωματα , θεματα || cinemagazine.gr
9:14
19/10

«Το σινεμά ήταν η μοναδική διέξοδος»: Ο Μάρτιν Σκορσέζε εξομολογείται αποκλειστικά στο cinemagazine

Πριν μερικά χρόνια ο Λουκάς Κατσίκας είχε την τύχη να μιλήσει με τον Αμερικανό σκηνοθέτη, στο πλαίσιο μιας 45λεπτης συνέντευξης. Σήμερα που κυκλοφορεί η νέα του ταινία «Οι Δολοφόνοι του Ανθισμένου Φεγγαριού», το cinemagazine αναδημοσιεύει την πολύτιμη συνέντευξη.

Συνέντευξη στον Λουκά Κατσίκα

Έχετε ποτέ κάνει έναν πρόχειρο υπολογισμό του πόσες ταινίες έχετε δει στην μέχρι τώρα ζωή σας;

Ω, πραγματικά δεν ξέρω. Επειδή ξόδεψα μεγάλο μέρος της ζωής μου βλέποντας ταινίες, δεν γνωρίζω ούτε πόσες έχω δει αλλά ούτε και πόσες πολλές φορές έχει συμβεί να δω κάποιες από αυτές. Υπάρχει πάντως ένας μεγάλος αριθμός ταινιών με τις οποίες έχω μάθει να συμπορεύομαι. Τις λατρεύω τόσο ώστε τις κουβαλώ κατά κάποιον τρόπο μαζί μου. Όπως έχω ξαναπεί προέρχομαι από μια οικογένεια η οποία δεν είχε ως συνήθειά της καθόλου το διάβασμα και άφηνε την τηλεόραση διαρκώς ανοιχτή. Ένα χρόνιο άσθμα το οποίο με κρατούσε για καιρό καθηλωμένο μέσα στο σπίτι, με ανάγκαζε να περνώ τον καιρό μου χαζεύοντας την μικρή οθόνη. Εκεί πετύχαινα να προβάλλονται διαρκώς ταινίες. Μερικές επαναλαμβάνονταν τακτικά.

Από τις επαναλήψεις αυτές ήρθα πρώτη φορά σε επαφή με το «Tales Of Hoffmann» του Μάικλ Πάουελ και του Έμερικ Πρεσμπέργκερ, το «Force Of Evil» του Έϊμπραχαμ Πολόνσκι, τις περισσότερες ταινίες του Τζον Φορντ, του Όρσον Ουέλς. Τον «Πολίτη Κέιν» ας πούμε, τον είδα πρώτη φορά στην τηλεόραση. Πετυχαίνοντας στιγμιότυπά τους στις επαναληπτικές προβολές, άρχισα να απομνημονεύω σταδιακά αυτές τις ταινίες. Από τις πολλές φορές που τύχαινε να τις δω, όμως, έχασα σταδιακά τον λογαριασμό.

Έζησα στον δρόμο, σε ένα μικρό διαμέρισμα βιώνοντας την ζωή και τον θάνατο μπροστά στα μάτια μου

Από κάποιο σημείο της ενήλικης ζωής σας και έπειτα, άρχισε να σας γίνεται εμμονή η συλλογή ταινιών. Η ενασχόλησή σας με την εξεύρεση και συντήρηση παλιών φιλμ αποτελεί κατά κάποιον τρόπο προέκταση αυτής της εμμονής;

Ναι, θα συμφωνήσω μαζί σας. Υπήρξα ανέκαθεν μανιώδης συλλέκτης. Η εμπλοκή μου στην συγκεκριμένη διαδικασία δεν είναι εντούτοις μονάχα απόρροια προσωπικής εμμονής. Είναι και ζήτημα περιέργειας που είχα πάντοτε, σχετικά με την επιθυμία μου να μάθω την κουλτούρα άλλων λαών μέσα από την εκάστοτε κινηματογραφία τους. Το σινεμά χρησίμευσε κάποια στιγμή στο να μου ανοίξει μια πόρτα σε έναν ολότελα διαφορετικό κόσμο τον οποίο δεν γνώριζα. Στάθηκε ένα πραγματικό σχολείο για μένα. Στην σημερινή εποχή, όπου διακρίνει κανείς όλη αυτή την υπερπληθώρα εικόνων, βοηθά στο να βρεθεί κάποιος να δείξει μια διαφορετική κατεύθυνση στις νεώτερες γενιές.

Η συνεργασία σας με καταξιωμένους δημιουργούς από ολόκληρο τον κόσμο για λογαριασμό του World Cinema Foundation δεν δίνει στον σκοπό σας και την αίσθηση μιας παγκόσμιας κοινότητας με συνεκτικό δεσμό την αγάπη για τον κινηματογράφο;

Ακριβώς. Θεωρώ ότι διανύουμε μια ιδιαίτερα ανησυχητική και πολύ επικίνδυνη εποχή στον κόσμο. Είναι πολύ σημαντικό να χρησιμοποιούμε οποιοδήποτε μέσο είναι εφικτό προκειμένου να πλησιάσουμε ως άνθρωποι και λαοί περισσότερο ο ένας τον άλλο. Για να συνειδητοποιήσουμε τελικά ότι είμαστε όλοι μας όμοιοι. Ότι οι άνθρωποι ολόκληρου του πλανήτη δεν διαφέρουν μεταξύ τους. Το σινεμά σου προσφέρει μια τέτοια διαπολιτισμική γέφυρα. Είμαι αισιόδοξος ως προς αυτή την πεποίθηση.

Στα γυρίσματα των «Δολοφόνων του Ανθισμένου Φεγγαριού» με την Λίλι Γκλάντστοουν

Φανταστείτε τι σοκ ήταν στα αυτιά των γονιών μου-δυο μελών της εργατικής τάξης χωρίς μουσικά ερεθίσματα- οι συνθέσεις του Προκόφιεφ

Αντίθετα με την αισιοδοξία που μπορεί να σας διακρίνει ως άτομο, το μέχρι τώρα έργο σας διατρέχει σταθερά η έννοια του φαταλισμού. Αναρωτιόμουν πάντοτε αν αυτή η έννοια υπήρξε απόρροια της Καθολικής ανατροφής που λάβατε ως παιδί ή των ταινιών με τις οποίες γαλουχηθήκατε.

Μεγάλωσα σε έναν μικρόκοσμο ο οποίος βρισκόταν μεν στην Αμερική, στην καρδιά της Νέας Υόρκης, αποτελούσε όμως ουσιαστικά ένα μικρό χωριό της Σικελίας. Οι κάτοικοί του ήταν όλοι μετανάστες με τις φαμίλιες τους. Είχαν έρθει από ορεινές περιοχές της Σικελίας. Δεν εμπιστεύονταν καμιά κυβέρνηση, δεν εμπιστεύονταν καμιά εκκλησία. Δεν μεριμνούσαν στο να εκμεταλλευτούν τις δυνατότητες που πρόσφερε η ξένη χώρα στην οποία βρέθηκαν προκειμένου να προσφέρει εκπαίδευση σε αυτούς και τα παιδιά τους. Μοναδικό μέλημά τους ήταν να δουλεύουν σκληρά ώστε να μην λείψει ποτέ το φαγητό από το τραπέζι. Η αλήθεια τους συνοψιζόταν σε μερικές πολύ απλές έννοιες. Την έννοια της επιβίωσης, της οικογένειας, της εργασίας. Κι αυτό ήταν όλο.

Η αμέσως επόμενη γενιά, που ήταν η δική μου, προσπάθησε σταδιακά να διαπεράσει αυτές τις σταθερές για να ανακαλύψει τον ευρύτερο κόσμο που απλωνόταν έξω από τα νοητά σύνορα αυτής της κοινότητας. Το έκανε όμως με δυσκολία επειδή κουβαλούσε μονίμως μέσα της κάτι από τον παλιό κόσμο. Κουβαλούσαμε την Σικελία, τους προγόνους μας, και προσπαθούσαμε να φέρουμε αυτό το βίωμα σε επαφή με μια Αμερική την οποία ελάχιστα γνωρίζαμε.

Πολλοί από τους ανθρώπους που ήξερα, λοιπόν, από τις ιταλικές συνοικίες ζούσαν καθημερινά με αυτό τον φαταλισμό που μου αναφέρατε. Επειδή ήταν όλοι τους άνθρωποι μεγαλωμένοι με τις πολύ απλές, πρωταρχικές αξίες στην ζωή, μέσα σε σκληρές συνθήκες και επειδή είχαν απόλυτη συναίσθηση της προσωρινότητας, του βίαιου που διακρίνει αυτή την ζωή. Από εκεί κράτησα κι εγώ αυτή την νοοτροπία.  

Έχετε δηλώσει ότι το αμερικανικό, το ιταλικό και το αγγλικό σινεμά είναι αυτά που σας επηρέασαν περισσότερο ως σκηνοθέτη;

Όταν ήμουν νέος, ναι. Μετά ήταν το γαλλικό σινεμά και το ρωσικό. Σκέφτηκα κάποια στιγμή να κάνω ένα ντοκιμαντέρ για τις κινηματογραφίες που δεν είχα θίξει ως τώρα. Ίσως όμως να μην είμαι και ο πιο αρμόδιος για να κάνει κάτι τέτοιο. Στο κάτω-κάτω δεν αξίωσα ποτέ για τον εαυτό μου την δουλειά του κινηματογραφικού κριτικού ή του ιστορικού. Ήμουν ανέκαθεν και θα εξακολουθήσω να παραμείνω απλά ένας κινηματογραφόφιλος.

Θυμάμαι, πάντως, ότι η πρώτη ρωσική ταινία που έτυχε να δω στην ζωή μου ήταν ο «Αλέξανδρος Νέφσκι». Έτυχε μάλιστα να μπω στην μέση του φιλμ και έμεινα έκθαμβος με αυτό που διαδραματιζόταν επί οθόνης. Ήταν και η καταπληκτική μουσική του Σεργκέι Προκόφιεφ που μου έκοψε την ανάσα. Την επομένη πήγα και αγόρασα τον δίσκο. Τον έφερα στο μικρό διαμέρισμα όπου κατοικούσαμε με τους γονείς μου και τον έβαλα να παίζει. Επειδή οι διαστάσεις του σπιτιού μας ήταν μικρές, οτιδήποτε έβαζε κανείς στο πικάπ ήμασταν υποχρεωμένοι να το ακούμε όλοι. Μπορείτε να φανταστείτε τι σοκ πρέπει να ήταν για τα αυτιά των γονιών μου-δυο μελών της εργατικής τάξης χωρίς καθόλου μουσικά ερεθίσματα- οι συνθέσεις του Προκόφιεφ; (γέλια)

Από την πρεμιέρα της ταινίας στις Κάννες

Ο Σπίλμπεργκ αγνάντευε τα αστέρια από την έρημο της Αριζόνα. Εγώ από ένα νοικιασμένο διαμέρισμα στην καρδιά της πόλης

Μαζί με τον Σπίλμπεργκ, τον Κόπολα, τον Ντε Πάλμα ανήκετε σε μια γενιά σκηνοθετών για την οποία πολλοί μελετητές θεωρούν ότι η ενασχόλησή σας με το σινεμά ξεκίνησε από την αγάπη που τρέφατε για τις ταινίες που βλέπατε μεγαλώνοντας. Όχι από μια ανάγκη να μεταφερθούν κάποιες εμπειρίες ζωής σε φιλμ. Δεν βρίσκετε λάθος αυτή την εντύπωση;

Ενδιαφέρουσα ερώτηση. Και, ναι, έχετε δίκιο. Οι ταινίες που έχω κάνει υπήρξαν για μένα αποτέλεσμα βιωμάτων. Από εκεί που μεγάλωσα, από όσους συναναστράφηκα. Έζησα στον δρόμο, σε ένα μικρό διαμέρισμα βιώνοντας την ζωή και τον θάνατο μπροστά στα μάτια μου, μαθαίνοντας το τι είναι σωστό και τι όχι στην καθημερινή του εφαρμογή. Μεγάλωσα σε ένα περιβάλλον αντίξοο, βάναυσο και επικίνδυνο. Όλα αυτά υπήρξαν πραγματικά, δεν τα δανείστηκα από κάποια ταινία που έτυχε να δω. Προσπάθησα να τα καμουφλάρω μέσω μιας αγάπης που έτρεφα για το σινεμά, αλλά το έκανα επειδή για μένα αυτή ήταν η μοναδική διέξοδος από μια τέτοια ζωή.

Τις ταινίες που κατέληξα να γυρίσω, όμως, δεν θεωρώ ότι τις έκανα τυχαία. Υπήρχε μια ανάγκη που με έσπρωξε σε αυτές. Μια ανάγκη να πω κάποια πράγματα που έζησα. Ο Σπίλμπεργκ, ξέρετε, μεγάλωσε στο Φίνιξ της Αριζόνα. Ήταν ένας από τους διακόσιους συνολικά Εβραίους που ζούσαν τότε στις Νοτιοδυτικές ΗΠΑ. Το γεγονός αυτό τον τοποθετούσε αυτομάτως σε μια πολύ ενδιαφέρουσα θέση, σε έναν επίσης αυστηρά οριοθετημένο κόσμο από τον οποίο προσπάθησε κι εκείνος να ξεφύγει. Η φυγή του είναι σαφής μέσα από το σινεμά που έκανε.

Από τα πρώτα του κιόλας φιλμ άρχισε σταδιακά να εγκαταλείπει την πεζή πραγματικότητα που βίωνε για να ταξιδέψει στο διάστημα. Ο τρόπος που αντίκριζε τον νυχτερινό ουρανό στις ταινίες του, βέβαια, είναι διαφορετικός από τον τρόπο που το έκανα εγώ. Εκείνος αγνάντευε τα αστέρια από την έρημο της Αριζόνα και το θέαμα ήταν εκθαμβωτικό. Εγώ αγνάντευα τα αστέρια από ένα νοικιασμένο διαμέρισμα στην καρδιά της πόλης. Μόλις που έβλεπες λίγο ουρανό. Δεν ξέρω αν αυτό απαντά στην ερώτησή σας…

INFO
Η ταινία «Οι Δολοφόνοι του Ανθισμένου Φεγγαριού» κυκλοφορεί στις αίθουσες από την Feelgood Entertainment.