«Performance» (1970) (συν-σκηνοθεσία με τον Ντόναλντ Κάμελ)
Από την τριπαρισμένη μπαρόκ ατμόσφαιρα που αναδύει κάθε πλάνο και τις διαβόητες ερωτικές περιπτύξεις που στήνει ο Μικ Τζάγκερ μέχρι την ειλικρινή τοποθέτησή της απέναντι στα ζητήματα του σεξ, των καταχρήσεων και της βίας, η «Performance» πετυχαίνει να επαληθεύσει τη φήμη της ανήθικης και παρακμιακής ταινίας που της είχαν αποδόσει οι πιο συντηρητικοί κριτικοί, τον καιρό που κυκλοφορούσε στις αίθουσες. Θαυματουργή σκηνοθετική συνεργασία ανάμεσα στους Νίκολας Ρεγκ και Ντόναλντ Κάμελ, η ταινία συλλαμβάνει όλο το μοιραίο χανγκόβερ των swinging sixties ημερών μέσα από την παράξενη ιστορία ενός βίαιου Λονδρέζου γκάνγκστερ που βρίσκει προσωρινή κρυψώνα στο σπίτι ενός φθαρμένου ροκ σταρ, για να δει να ανοίγεται μπροστά του η πύλη σε ένα σκοτεινό κόσμο ηδονών και κινδύνων που μέχρι τότε δεν γνώριζε.
Ανάμεσα σε σαρκικές περιπτύξεις και πειραματισμούς με παραισθησιογόνα ναρκωτικά, οι δυο άντρες επιδίδονται σε ένα αλλόκοτο ψυχολογικό παιχνίδι εξουσίας, διφορούμενης σεξουαλικότητας και ανταλλαγής ταυτοτήτων που σταδιακά μετατρέπει τον ένα σε αντανάκλαση του άλλου. Μαζί τους, η ατίθαση και τολμηρή «Performance» ενώνει την κοινωνία της βίας και την κουλτούρα της ροκ μυθολογίας σε ένα σφιχτό εναγκαλισμό. Ομολογουμένως μια από τις πιο μοντέρνες και τολμηρές δημιουργίες του μεταπολεμικού σινεμά.
«Περιπλάνηση» («Walkabout», 1971)
Πρώτη σόλο σκηνοθετική δουλειά του Νίκολας Ρεγκ, η εκπληκτική «Περιπλάνηση» χρησιμοποιεί τη γλώσσα των εικόνων και λιγότερο των λέξεων για να αφηγηθεί την οδύσσεια δυο παιδιών της μεγαλούπολης στην άγρια αυστραλιανή έρημο και τις αγωνιώδεις προσπάθειές τους να επιβιώσουν μέχρι να βρουν τα ίχνη της επιστροφής. Ενα ανήλικο μέλος των Αβορίγινων ιθαγενών, το οποίο ακολουθεί μέσα στην έρημο την αντίξοη μυητική πορεία που του επέβαλε η φυλή του, θα προσπαθήσει να τα βοηθήσει.
Συνεπαρμένος από τη μαγεία του φυσικού τοπίου ο Ρεγκ καταργεί την αντικειμενική αίσθηση του χρόνου και υιοθετεί μια ελλειπτική αφήγηση όπου πρωταγωνιστής είναι η εκθαμβωτική και μυστηριακή στέπα. Φροντίζοντας εξαρχής να μας απαλλάξει από το φορτίο μιας στρωτής ιστορίας, δίνει στο στοιχείο του θαυμαστού ντεκόρ ψυχεδελικές αποχρώσεις, απομακρύνοντάς μας σταδιακά από το πραγματικό και βυθίζοντάς μας σε μια οπτικοακουστική παραίσθηση που διακόπτουν μοναχά εμβόλιμες εικόνες μοντέρνας ζωής. Το αποτέλεσμα είναι μια μυσταγωγική κινηματογραφική εμπειρία πάνω στην αντιπαράθεση του λεγόμενου πολιτισμένου κόσμου με το αρχέγονο φυσικό σύμπαν και μια καταβύθιση στο γοητευτικό μυστήριο της ανθρώπινης επικοινωνίας.
«Μετά τα Μεσάνυχτα» («Don’t Look Now», 1973)
Μια από τις κορυφαίες ταινίες όλων των εποχών ξεκινά με τον πνιγμό ενός μικρού κοριτσιού και ολοκληρώνεται σε ένα από τα πιο σοκαριστικά φινάλε που έχουν αποτυπωθεί ποτέ σε φιλμ. Στο ενδιάμεσο, το «Μετά τα Μεσάνυχτα», υποδειγματική διασκευή ενός μυθιστορήματος της Δάφνης Ντι Μοριέ, στέλνει ένα παντρεμένο ζευγάρι Αγγλων που θρηνεί τον χαμό του μικρού του κοριτσιού να ταξιδέψει σε μια μουντή και αφιλόξενη χειμερινή Βενετία. Εκεί ο αρχιτέκτονας σύζυγος καλείται να ανακαινίσει μια τοπική εκκλησία και παράλληλα προσπαθεί να εξορκίσει, μαζί με τη γυναίκα του, την οδύνη για τη μεγάλη τους απώλεια.
Μια σειρά από τρομακτικούς οιωνούς, μεταφυσικού χαρακτήρα συμβάντα και ανατριχιαστικές προειδοποιήσεις, όμως, θα μετατρέψουν την παραμονή τους εκεί σε ένα μακάβριο ραντεβού με το μεγάλο Αγνωστο και το απόλυτο παράλογο. Συνδυασμός ταινίας μυστηρίου, ψυχολογικού δράματος και δημιουργίας τρόμου, αυτό το ατόφιο αριστούργημα με το εκπληκτικό μοντάζ, τους μοναδικούς Ντόναλντ Σάδερλαντ και Τζούλι Κρίστι, τη βουτηγμένη στην απειλή ατμόσφαιρα, την αρμονική σύζευξη μεταφυσικού και πραγματικού και τη σκηνοθετική δεξιοτεχνία ίσως και να αποτελεί το magnum opus του Νίκολας Ρεγκ.
«Ο Ανθρωπος που Επεσε στη Γη» («The Man Who Fell to Earth», 1976)
Βασισμένος στο ομώνυμο μυθιστόρημα του Γουόλτερ Τέβις, ο «Ανθρωπος που Επεσε στη Γη» παρακολουθεί την άνοδο και την πτώση ενός εξωγήινου που επισκέπτεται τη Γη για να σώσει τον πλανήτη του από την έλλειψη νερού. Η ανέλιξή του σε πανίσχυρο επιχειρηματία γίνεται με ιλιγγιώδη ταχύτητα χάρη στην ευφυία και στις προηγμένες επιστημονικές του γνώσεις. Το ίδιο απότομη, όμως, θα είναι και η καταβαράθρωσή του στην άβυσσο των ανθρώπινων αδυναμιών, του αλκοόλ, του σεξ και της απάθειας, παρασύροντας στον ξεπεσμό του τους γήινους συνοδοιπόρους του.
Δίπλα στην πεσιμιστική εικόνα μιας αδυσώπητης αλληγορίας για την παρακμή του ανθρώπινου πολιτισμού, το σκεπτόμενο sci-fi του Ρεγκ ενεργοποιεί συναισθήματα ανέλπιστα για ένα συνήθως ψυχρό κινηματογραφικό είδος: μέσα από τις φευγαλέες αναμνήσεις του ήρωα από την άγονη έρημο του πλανήτη του και την προηγούμενη ζωή του, τις οποίες ο σκηνοθέτης ξετυλίγει μέσα από έναν αποπροσανατολιστικό αλλά ακαταμάχητα γοητευτικό κατακερματισμό των εικόνων και το αντισυμβατικό μοντάζ, που υπήρξε σήμα κατατεθέν των καλύτερων ταινιών του. Οσο για τον πρώτο μεγάλο ρόλο του στο σινεμά, ο Ντέιβιντ Μπόουι δεν θα μπορούσε να εκμεταλλευτεί καλύτερα την εξωπραγματική περσόνα του.
«Η Δύναμη της Σάρκας» («Bad Timing», 1980)
Ενα ζευγάρι Αμερικανών επιδίδεται σε ένα σχεδόν βαμπιρικό και εν τέλει καταστροφικό πάθος με φόντο τη Βιέννη. Αυτό που στο χαρτί φαντάζει ως μια πολυιδωμένη και κοινότυπη ιστορία μεταμορφώνεται στα χέρια του Ρεγκ σε έναν αξέχαστο αφηγηματικό λαβύρινθο. Χρησιμοποιώντας το γνώριμο μοντάζ του, ο σκηνοθέτης πηγαινοέρχεται σε παρελθόν και παρόν με τρόπο που αφήνει τα συμβάντα του χθες να ρίχνουν τη σκιά τους στα γεγονότα του τώρα και φαινομενικά ασήμαντα συμβάντα να αποκτούν απρόσμενες συνδέσεις μεταξύ τους.
Μέσω αυτού του δεξιοτεχνικού παζλ, η «Δύναμη της Σάρκας» γίνεται ένα συγκλονιστικό δράμα πάνω στη βίαιη σύγκρουση που συντελείται ανάμεσα στη μνήμη και την πραγματικότητα, τις επιθυμίες και τις διαψεύσεις τους και τις σύνθετες υποθέσεις της ανθρώπινης καρδιάς με την αδυναμία της επιστήμης να τις κατανοήσει και να τις αποκρυπτογραφήσει. Κρίμα μόνο που η Rank Organisation, η εταιρεία παραγωγής του φιλμ, δυσκολεύτηκε να καταλάβει την σπουδαιότητα του δημιουργήματος που υπέγραψε ο Ρεγκ και αποσύρθηκε από την προώθησή του με την αιτιολογία ότι επρόκειτο για «μια αρρωστημένη ταινία φτιαγμένη για αρρωστημένους ανθρώπους».
«Εύρηκα» («Eureka», 1982)
Η πιο παρεξηγημένη ταινία στη φιλμογραφία του Νίκολας Ρεγκ παραμένει μέχρι σήμερα μια εντυπωσιακή προσπάθεια του σκηνοθέτη να υπογράψει τον δικό του τριπαρισμένο «Πολίτη Κέιν». Το «Eureka» ξεκινά στις παγωμένες εκτάσεις της Αλάσκα, εκεί όπου το 1925 ένας μεταλλοδίφης βλέπει τους πολυετείς αγώνες του να λαμβάνουν θριαμβευτικά τέλος όταν πέφτει κυριολεκτικά επάνω σε ένα βουνό χρυσού και γίνεται πλούσιος. Δεκαεπτά χρόνια αργότερα, ο μεγιστάνας ήρωας έχει αποσυρθεί σε ένα ιδιωτικό εξωτικό νησί και βλέπει σταδιακά τον κόσμο του να καταρρέει, τόσο από τα πλείστα προβλήματα που αντιμετωπίζουν τα μέλη της οικογένειάς του όσο και από τις προσπάθειες παράνομων οργανωμένων συμφερόντων να τον σφετεριστούν.
Βασισμένο εν μέρει σε πραγματικά συμβάντα, το «Eureka» μοιάζει χωρισμένο σε τρία διαφορετικά μεταξύ τους αφηγηματικά μέρη (με τον σκηνοθέτη Τζον Μπούρμαν να θεωρεί τα δυο πρώτα ως την καλύτερη ταινία που γυρίστηκε ποτέ!), επιστρατεύει ένα εντυπωσιακό ερμηνευτικό επιτελείο (με κορυφαίο τον Τζιν Χάκμαν στον πρωταγωνιστικό ρόλο) και τοποθετεί μια κλασική ιστορία ανόδου και πτώσης σε ένα καλειδοσκόπιο ιδεών, αλληγοριών, μυστικιστικών στοιχείων, σκηνών μεγάλης σκηνοθετικής μαεστρίας και μιας γενικότερης περιπετειώδους διάθεσης που έχει χαρακτηρίσει τα κορυφαία έργα του Ρεγκ.
«Μία Νύχτα με τη Μέριλιν» («Insignificance», 1985)
Τέσσερις θρυλικές φιγούρες της μαζικής κουλτούρας δίνουν συνάντηση σε ένα δωμάτιο ξενοδοχείου της Νέας Υόρκης, το 1953: ο Αλμπερτ Αϊνστάιν, η Μέριλιν Μονρόε, ο αθλητής Τζο Ντι Μάτζιο και ο γερουσιαστής Τζόζεφ ΜακΚάρθι ανακαλύπτουν στην πορεία μιας νύχτας ότι έχουν περισσότερα κοινά απ' όσο φαντάζονταν και γύρω τους ο Ρεγκ στήνει ένα ραδιούργο παιχνίδι ανάμεσα στο φαίνεσθαι και το είναι, τους καλοσυντηρημένους μύθους και την απλή, αδιάσειστη πραγματικότητα και τους ρόλους που καλούνται οι άνθρωποι να υποδυθούν, καταλήγοντας στο τέλος να αφομοιωθούν από αυτούς.
Γοητευτικό κινηματογραφικό αξιοπερίεργο, το «Insignificance» καταργεί μεμιάς τις φαινομενικά ασφυκτικές θεατρικές καταβολές του χάρη στην ασταμάτητη οπτική ευρηματικότητα του Νίκολας Ρεγκ, εξερευνά με σπιρτόζικο τρόπο την έννοια της ανθρώπινης ταυτότητας και περιπαίζει τη μεγάλη Αμερικανική ψευδαίσθηση (και συνεπακόλουθα παραλογισμό) των ειδώλων και της διασημότητας, προσφέροντας μια πλούσια δεξαμενή ιδεών και εμπνεύσεων από την οποία ο θεατής μπορεί να αντλήσει άφθονη τροφή για σκέψη και για συζήτηση. Χιουμοριστική και πνευματώδης, αυτή είναι ίσως η πιο ξένοιαστη και απολαυστική ταινία του Βρετανού σκηνοθέτη.