Είδαμε το «CODA», το νέο οσκαρικό φαβορί, και γράφουμε γι’ αυτό - νεα , ειδησεις || cinemagazine.gr
18:27
21/3

Είδαμε το «CODA», το νέο οσκαρικό φαβορί, και γράφουμε γι’ αυτό

Κριτική για το αμερικανικό ριμέικ της δημοφιλούς και στην χώρα μας «Οικογένειας Μπελιέ», που προβάλλει ως βασικός ανταγωνιστής της «Εξουσίας του Σκύλου» στην οσκαρική απονομή της Κυριακής.

Από τον Γιάννη Βασιλείου

Tα Όσκαρ βλάπτουν σοβαρά την κριτική. Να εξηγηθώ. Όποτε πλησιάζει η οσκαρική περίοδος, τα κείμενα για τις ταινίες αρχίζουν να αναφέρονται στις οσκαρικές προοπτικές τους, να τις εξετάζουν υπό το πρίσμα του οσκαρικού τους buzz, να προδιατίθενται αρνητικά ή θετικά απέναντι τους με γνώμονα την ακαδημαϊκή τους «υπόσταση». Όλη αυτή η οσκαρική παραφιλολογία είναι εφήμερη. Η ταινία θα συνεχίσει να υπάρχει για χρόνια μετά (ή τουλάχιστον έτσι θέλουμε να πιστεύουμε) και οι άνθρωποι θα προσφεύγουν σ’ αυτή, δίχως τα σχετικά μπαγκάζια. Αν τώρα κερδίσει, είναι μια άλλη ιστορία. Σε αυτή την περίπτωση η υστεροφημία της ταινίας βρίσκεται σε συνάρτηση με τους υποψηφίους που κατατρόπωσε, αλλά και με την ίδια της την φύση.

Πάρτε για παράδειγμα το «CODA», που μετά την επικράτηση του στα βραβεία της  Ένωσης Παραγωγών, αλλά και το βραβείο διασκευασμένου σεναρίου από την Ένωση Σεναριογράφων, προβάλλει αν όχι ως φαβορί, τουλάχιστον ως ο βασικός ανταγωνιστής της «Εξουσίας του Σκύλου». Εάν κερδίσει την βραδιά των Όσκαρ, για τα επόμενα χρόνια μια καλόψυχη και καλοφτιαγμένη ταινία θα πρέπει να υποστεί ένα κριτικό μένος που δεν της αναλογεί. Η όποια καλή κριτική διάθεση απέναντι της θα εξατμιστεί – θυμηθείτε τι έλεγαν οι κριτικές για το «Artist» στις Κάννες και τι έγραφαν και συνεχίζουν να γράφουν από την οσκαρική του νίκη και έπειτα. Δεν θα φταίει το «CODA», αν τα μέλη της Ακαδημίας το ψηφίσουν για καλύτερη ταινία, ούτε φτιάχτηκε με τέτοια στοχοθεσία. Μια ανεξάρτητη παραγωγή ήταν, που προβλήθηκε σε φεστιβάλ, άρεσε πολύ, την απέκτησε το Apple TV+για το ποσό των 25 εκατομμυρίων δολαρίων και σταδιακά έφτασε μέχρι τα Όσκαρ.

Ως ριμέικ, το πρώτο ζητούμενο είναι αν έχει λόγο ύπαρξης ή αν πρόκειται για μια απλή «μεταγλώττιση» για εκείνους που δεν μπορούν να διαβάζουν υποτίτλους

Εκείνο που μας ενδιαφέρει, είναι η ταινία καθαυτή. Το «CODA» είναι ένα ριμέικ της δημοφιλούς και στην χώρα μας «Οικογένειας Μπελιέ». Ως ριμέικ, το πρώτο ζητούμενο είναι αν έχει λόγο ύπαρξης ή αν πρόκειται για μια απλή «μεταγλώττιση» για εκείνους που δεν μπορούν να διαβάζουν υποτίτλους. Αν και η πλοκή του και η δομή του είναι παρεμφερής και οι βασικές (και πιο πετυχημένες) σκηνές της πρωτότυπης ταινίας υπάρχουν κι εδώ, είναι μια διαφορετική ταινία, οπότε ναι, έχει λόγο ύπαρξης. Η πρώτη διαφορά έγκειται στην όψη της ταινίας, που παραπέμπει περισσότερο στον ανεξάρτητο αμερικανικό κινηματογράφο, εκεί που οι «Μπελιέ» είχαν την καλογυαλισμένη εμφάνιση της μέσης γαλλικής κωμωδίας. Η άλλη διαφορά έγκειται στο χιούμορ. Οι «Μπελιέ» ήταν σε μεγάλο τους μέρος μια κανονικότατη φαρσοκωμωδία, είχαν την υπερβολή του είδους, είχαν και μια εντελώς σαχλή υποπλοκή με τις δημοτικές εκλογές που ευτυχώς η διασκευή ξεφορτώθηκε. Το «CODA» βρίσκει μια πιο λεπτή ισορροπία ανάμεσα στην κωμωδία και το δράμα, που σημαίνει ότι έχει λιγότερη πλάκα μεν, είναι πιο ομοιογενές τονικά δε. Και τα δύο, πάντως, διατηρούν ακέραιες τις δακρυγόνες ιδιότητές τους.

Υπάρχει και μια τρίτη και βασικότερη διαφορά ανάμεσά τους, η οποία εντοπίζεται στον τρόπο που προσεγγίζουν τις θεματικές τους και στις προτεραιότητές τους. Θυμίζουμε ότι κεντρικό πρόσωπο της δραματουργίας είναι μια νεαρή κοπέλα, ευρισκόμενη στην τελευταία τάξη του σχολείου, η οποία αποτελεί το μοναδικό μέλος μιας τετραμελούς οικογένειας κωφών που έχει την ακοή του. Η ηρωίδα από μικρή ηλικία εκτελεί χρέη διερμηνέα ανάμεσα στους γονείς της και στους υπόλοιπους και βοηθά στην οικογενειακή επιχείρηση. Έχει, όμως, ένα μεράκι, που είναι το τραγούδι και θα ήθελε να ακολουθήσει μια καριέρα πάνω σε αυτό. Μόνο που κάτι τέτοιο θα σήμαινε ότι θα πρέπει να λοξοδρομήσει από τον οικογενειακό επαγγελματικό προσανατολισμό, θα πρέπει να αποχωριστεί την οικογένειά της,  που την χρειάζεται, χώρια που πρόκειται για μια δραστηριότητα που οι γονείς της εκ των πραγμάτων δεν μπορούν να εκτιμήσουν στο σύνολό της.

Οι Γάλλοι, λοιπόν, με αυτό το υλικό θα κάνουν μια ταινία για τον απογαλακτισμό, για τον νέο που χαράσσει τον δικό του δρόμο, για την ανάγκη οριοθέτησης στην παρεμβατικότητα που οι περισσότεροι γονείς θεωρούν σύμφυτη με τη γονική τους ιδιότητα. Γι ‘αυτό και το τραγούδι που θα επιλέξουν για την κρίσιμη σκηνή του έργου είναι το «Je Vole» του Μισέλ Σαρντού, ενός από τους βασικούς, πλην λιγότερο γνωστούς εκτός γαλλικών συνόρων εκπροσώπους του chanson. Το τραγούδι αυτό κοινωνεί  ακριβώς το θέμα και τη στάση της ταινίας, αφορά έναν νέο που με αυτοπεποίθηση ανακοινώνει  και εξηγεί στους γονείς του όχι την επιθυμία του, αλλά την απόφαση του να τραβήξει τον δικό του δρόμο.

Οι Αμερικάνοι από την άλλη, έχοντας παράδοση (τουλάχιστον φιλολογική) στην κοινωνική ευαισθητοποίηση, αλλά με δεδομένο και τον συντηρητισμό τους, ειδικά σε θέματα οικογένειας, θα σταθούν στο σκέλος της κατανόησης. Η ταινία τους στόχο έχει αφενός να καταλάβει κάθε θεατής την εμπειρία των κωφών κι αφετέρου να υπάρξει αλληλοκατανόηση μεταξύ των δύο αντιμαχόμενων πλευρών, των γονέων και του παιδιού, και να βρεθεί ένας κοινός τόπος. Γι’ αυτό και το επίμαχο τραγούδι θα είναι αυτή την φορά το «Both Sides Now», ο ύμνος της Τζόνι Μίτσελ που αναφέρεται σε μια αναθεώρηση των πραγμάτων που μπορεί να προέλθει μόνο μέσω της τριβής, της επικοινωνίας και της γνωριμίας με τον Άλλο. Σε μια stricto sensu θεώρησή του, το τραγούδι ίσως να στέκεται στο ερωτικό σκέλος, μα αυτό είναι το ωραίο με τα τραγούδια, ενίοτε έχουν εφαρμογή, αλλά και τις απαντήσεις (ή τουλάχιστον τις κατάλληλες ερωτήσεις) για όλα.

Όσο για το «τραγούδι» του «CODA»; «Το έχω ακούσει ξανά πολλές φορές», θα μονολογήσεις μετά το πέρας της προβολής. Ίσως να ξεστομίσεις κι ένα «μα είναι δυνατόν να βράβευσαν αυτό ως καλύτερη ταινία;», αν κερδίσει την Κυριακή. Θα τα πεις, όμως, αφού πρώτα σκουπίσεις τα μάτια σου.

Βαθμολογία: ★★★