Με το βλέμμα στον κόσμο: Εντυπώσεις από το 5o Διεθνές Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Πελοποννήσου - νεα , ειδησεις || cinemagazine.gr
12:24
21/1

Με το βλέμμα στον κόσμο: Εντυπώσεις από το 5o Διεθνές Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Πελοποννήσου

To Σάββατο ξεκίνησε με βροχή, κορσικάνικα και καλαβρέζικα τραγούδια από τους ABBAL Quintet (ωραιότατοι) – έπαιξαν και την επόμενη μέρα)​ και δύο ντοκιμαντέρ μικρού μήκους της Ιωάννας Νεοφύτου. Το ένα, «Ζωγραφίζοντας», επισκέφθηκε τις εγκαταστάσεις προσφύγων του Σκαραμαγκά για να συναντήσει κάτι πανέμορφα Αφγανάκια με όλον τον τρόμο ενός τραχύτατου ταξιδιού καταγεγραμμένο στη μνήμη, αλλά όχι στο ηλιόλουστο βλέμμα. Ζωγραφίζοντας το σπίτι στην πατρίδα, το ταξίδι «στην έρημο με τους σκελετούς», το Ιράν, την Τουρκία, την θάλασσα προς Ελλάδα, το παρόν μα και το μέλλον που όλα μαζί φωνάζουν την ελπίδα τους να είναι στο Αφγανιστάν. Όπως και να ‘χει η Ιωάννα Νεοφύτου με τον Δημήτρη Σταμάτη συνσκηνοθέτησαν μια στιγμή ελπίδας, μια στιγμή που δείχνει την τεράστια αντοχή των παιδιών αλλά και το μετέωρο ανάμεσα στην παιδική αθωότητα και την ενήλικη λήθη.

Στο, ανώτερο, «Κάποτε Ήμασταν Αντάμα», η Ιωάννα Νεοφύτου ταξιδεύει στην Β. Ήπειρο, βρίσκει ένα χωριό που γίνεται…δύο με την λήξη του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου και παρατηρεί πως τα τείχη είναι τείχη είτε μιλάς για το Βερολίνο, ή για τα κακοτράχαλα της Ηπείρου. Οικογένειες χωρίστηκαν μέσα σ’ ένα βράδυ, η Κοσοβίτσα είχε απέναντί της  την Αγία Μαρίνα, 500 μέτρα που ένα γράμμα για να φτάσει ήθελε να περάσει πρώτα από την…Αμερική, συρματόπλεγμα και συγγενείς που δεν κοιτάχτηκαν για δεκαετίες. Η Νεοφύτου φτιάχνει σκόπιμα ένα ευρύτατο (τύπου) σινεμασκόπ, το κόβει στη μέση κι αυτό και παρακολουθείς έτσι και σχηματικά τα δυο χωριά σήμερα, τόσο μακριά, τόσο κοντά. Ειδικά η σκηνή μ’ έναν γέροντα με χαμένο το ένα μάτι, έχει ένα κοντινό που λες και συνοψίζει μια κοινότητα, μια ανθρωπότητα, κομμένη στα δύο.

Επόμενα έρχεται το «Stealing Rodin» (2017), του πρωτοεμφανιζόμενου Κριστομπάλ Βαλενζουέλα Μπεριός, μια χιλιανή έκπληξη και η καλύτερη ταινία που είδα στο σύντομο διάστημα της Καλαμάτας. Διανοούμενο προσεκτικά και δοσομετρημένα (αλλά με το θέμα που έχει δεν θα μπορούσε αλλιώς), το έργο αναφέρεται στην ανήκουστη κλοπή ενός γλυπτού του Ογκίστ Ροντέν που συνέβη κατά την διάρκεια μιας έκθεσης στο Σαντιάγο το 2005. Ο «κλέφτης» δεν ήταν παρά ένας φοιτητής είκοσι χρονών, που είδε…σκοτάδι και μπήκε, έκλεψε το γλυπτό, το οποίο και παρέδωσε ένα μήνα αργότερα στις αρχές. Ο λόγος; Μα τι άλλο εκτός από μια πανεπιστημιακή εργασία του φοιτητή, που ήθελε να διαλαλήσει πως δια της απουσίας επισημαίνεται περίτρανα αυτό που λείπει, αποκτώντας έτσι στην περίπτωση της τέχνης την πρέπουσα σημασία που έχουμε απολέσει στην πορεία.

Έχει φυσικά δίκιο. Όπως η κλοπή της Τζιοκόντα στις αρχές του 20ου αιώνα διατράνωσε την σημασία της έκτοτε, έτσι και η κλοπή του Ροντέν έγινε με την επιστροφή του η αιτία της πιο επιτυχημένης έκθεσης στην ιστορία του Σαντιάγο. Έστω κι αν ο περισσότερος κόσμος ήθελε να δει «το γλυπτό που έκλεψε ο μικρός», ο προβολέας έπεσε πάνω στο αντικείμενο και την σημασία του, ο φετιχισμός και η ιερότητα της πνευματικής καλλιτεχνικής παρακαταθήκης επανήλθε μέσω της πράξης ενός σοβαρά (έστω κι αν «παράνομα») επαναστατικού τύπου. Ο Μπεριός το στήνει σαν whodunit, κι όσο περνάει η ώρα ξαμολάει σκέψεις ενός θρίλερ πάνω στη σημασία της τέχνης, ανελκύοντας το έργο του και σε διπλές ερμηνείες, εκ των οποίων η βολικότερη στα δικά μας είναι και πως μια πράξη (ή ένα έργο τέχνης) μπορεί να έχει μια έννοια από τον δημιουργό της, έχει όμως και ανεξέλεγκτες άλλες που παίρνει στην πορεία. Και η κριτική εδώ μπορεί να βρει τον ρόλο και το έργο της. Εναπόκειται στην κατάρτισή της – καθώς και στο ενεργό κοινό «άλλων ανθρώπων» που δεν αρκούνται στην κατανάλωση και την γνωμολαγνεία.

Ενδιαφέρον, πένθιμου ύφους, είναι το ντοκιμαντέρ του Γιώργου Μαγουλά «Shadows of Dreams», πάνω στην έννοια του Χρόνου όπως βιώνεται από τέσσερεις ομιλούντες ανθρώπους κι έναν αμίλητο. Οι πρώτοι είναι μια Ελληνίδα δασκάλα χορού στο Βερολίνο, δύο φαροφύλακες στην Ικαρία κι ένας Φινλανδός δρομέας υπερμαραθωνίων αποστάσεων. Ο αμίλητος και (ω του θαύματος) πιο ενδιαφέρων είναι ο αμίλητος φύλακας του Συμμαχικού Νεκροταφείου στη Θεσσαλονίκη, ένας γυρτός γέροντας που φροντίζει τα μνήματα ανάβοντας κάθε μέρα το κερί σε κείνο του πατέρα και του παππού του. Το θέμα είναι από μόνο του σκυθρωπό μα και αναγκαίο, η περισυλλογή του είναι οπτικά καλαίσθητη και συχνά περιεκτική, η πλήρης εναπόθεση όμως στα λεγόμενα των τεσσάρων ανθρώπων οδηγεί στην επαναληπτικότητα που χαρίζει ανώφελη διάρκεια και δεν απογειώνει λεκτικά το θέμα. Ωστόσο, από την καλλιτεχνική γλώσσα του χρόνου (εδώ στον χορό), ως το αιώνιο πέλαγος, το ουδέτερο, σιωπηλό χιόνι, το νερό στα ιντερμέδια (που επίσης χρονοτριβούν) και φυσικά την μαρμάρινη αχρονικότητα των μνημάτων με αντίστιξη τον γερμένο γέροντα, γεννούν ενδοσκοπικές διαθέσεις ωφέλιμες και αντιπαραβάλλουν την βασική ανθρωπιά με την κατάντια του σύγχρονου βιαζόμενου και βιαστικού ανθρώπου.

Από την άλλη το «Μετά τις Προσευχές» του Ιταλού Σιμόνε Μεστρόνι, που μας πηγαίνει στο Κασμίρ που ολοφάνερα ο ίδιος υπεραγαπά (αφού εκεί όπως μας είπε ανδρώθηκε μαθαίνοντας ξυλογλυπτική) είναι ένα εντελώς προβληματικό στις επιπλοκές του φιλοϊσλαμικό πόνημα, χωρίς ιστορική επάρκεια, που αρνείται να διαλέξει ανάμεσα στον φιλελευθερισμό και τη βία, που διατυμπανίζει την ανάγκη εθνικής απελευθέρωσης του Κασμίρ από την ινδική δυναστεία, που εξάρει τον λιθοβολισμό και την ένοπλη επαναστατική δράση, κρατώντας ελάσσονες τόνους στην, από πλευράς γυναικών περισσότερο, κριτική της βίας αυτής.

Αν η σχεδόν φονταμενταλιστική αυτή απολογία άλλαζε το Κασμίρ με την κατεχόμενη Κύπρο μπορεί να κατέφθαναν και ορδές αντεξουσιαστών στην Καλαμάτα. Αλλά αυτό αφορά περισσότερο τον προγραμματισμό του φεστιβάλ παρά την ταινία του Μεστρόνι που δεν χειροκροτήθηκε (η μόνη απ’ όσες είδα) παρά μόνο αφ’ ότου είδαμε τον ίδιο τον σκηνοθέτη που περιγράφοντας τις προθέσεις του καταλάβαινες πόσο μακριά τους βρέθηκε στο καλλιτεχνικό του αποτέλεσμα.

Τέλος του Σαββάτου, το ντοκιμαντέρ του Κωνσταντίνου Φόλλα, «Ένα Δέντρο Θυμάται», μας πήγε στο τσεχοσλοβάκικο Λίντιτσε και την περίφημη ισοπέδωσή του από τους Ναζί το 1943 ως αντίποινα στην δολοφονία του Χάιντριχ (ο 3ος τη τάξει του Ράιχ), του μόνου σοβαρού (και ανεύθυνου κατά μία έννοια) χτυπήματος της ευρωπαϊκής αντίστασης στο χιτλερικό καθεστώς. Θεματικά ενδιαφέρον, αισθητικά εντελώς τηλεοπτικό (μέχρι και off αφήγηση…), το ντοκιμαντέρ εμφαίνει ορθά αλλά με αχρείαστη γραφικότητα περιγραφών ναζιστικής θηριωδίας και τραβάει δικαιολογημένα αλλά επαναλαμβανόμενα σε μάκρος. Απουσιάζει μια έστω κριτική σκέψη πάνω σ’ ένα χτύπημα που όφειλε να έχει υπολογίσει την μανιακή προσωπική αντίδραση του Χίτλερ, δεν είμαστε δα στην εποχή του «Hangmen Also Die!» του Φριτς Λανγκ που φυσιολογικά ενέδιδε στον προπαγανδισμό του - παραδόξως η συγκεκριμένη ταινία ως ιστορικό τεκμήριο δεν αναφέρεται ποτέ, σφάλμα. Εντούτοις υπάρχει διάχυτη συγκίνηση, ειδικά στο πως βρέθηκε ο ομαδικός τάφος των φονευθέντων ανδρών (ουδείς άνω των 15 ετών έμεινε ζωντανός) ή στο φινάλε όταν τίθεται το δύσκολο ερώτημα του ζητήματος της συγχώρεσης ενός έθνους που σκότωσε τους ανθρώπους σου και σου άλλαξε οριστικά τη ζωή.