Χορεύοντας με τον Μπέκετ - ταινιες , παιζονται τωρα || cinemagazine.gr

Χορεύοντας με τον Μπέκετ

Dance First

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

2023
    ΠΑΡΑΓΩΓΗ: ΗΠΑ
    ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Τζέιμς Μαρς
    ΣΕΝΑΡΙΟ: Νιλ Φόρσαϊθ
    ΗΘΟΠΟΙΟΙ: Γκέιμπριελ Μπερν, Φιον Ο' Σέι, Έινταν Γκίλεν, Σαντρίν Μπονέρ
    ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ: Αντόνιο Παλαντίνο
    ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 100'
    ΔΙΑΝΟΜΗ: Filmtrade
    Χορεύοντας με τον Μπέκετ

Μια βιογραφική ταινία για τον Σάμιουελ Μπέκετ, έναν εκ των γιγάντων της παγκόσμιας λογοτεχνίας. Μια ταινία ίσως όχι ανθεκτική σε εξονυχιστική κριτική, αλλά ταυτόχρονα μια πνευματώδης όαση που θα αγαπηθεί από ένα κοινό που, ελπίζουμε, να την ανακαλύψει.

Από τον Ηλία Δημόπουλο

Παραφράζοντας μια ατάκα που ακούγεται λίγο πριν το τέλος της ταινίας, η χαρά δεν έχει και τόσο ενδιαφέρον. Τόσο στην δραματουργία, όπου ο πλησιέστερος δρόμος για να την αντέξεις είναι να δείξεις το βάσανο μέχρι να την κατακτήσεις, όσο και στη ζωή. Η χαρά, για κάποιους, είναι ενδιαφέρουσα περίπου ως καλοήθης ανάπαυλα ανάμεσα στην αγωνία και τον τρόμο, συναισθήματα που κυρίως απολαμβάνει κανείς στην ελπίδα της ανάπαυλας αυτής. Για αυτούς τους κάποιους η χαρά είναι όνειρο, όχι συνειδησιακή πραγματικότητα.

Σε ένα κρούσμα αυταρέσκειας θα έλεγα ότι τα παραπάνω, μείον το αδέξιο στυλ, αντιπροσώπευαν τον Ιρλανδό Μπέκετ, και σίγουρα αντιπροσωπεύουν τον «μυθοπλαστικό» Μπέκετ της ταινίας του Τζέιμς Μαρς. Υπό την εποπτεία των Φιον Ο’ Σέι και Γκέιμπριελ Μπερν (νέος και μεγαλύτερος Μπέκετ αντίστοιχα), ο χαρακτήρας αναδεικνύεται στην περίτρανη, κάποτε αγενή, πάντοτε πνευματώδη, ιδιωτικότητά του, αφήνοντάς ίσως κενά πολιτικής ορθότητας στο μοντέρνο μάτι, επιτρέποντας όμως αναπνοές στο λιγότερο μοντέρνο πνεύμα. Η γλώσσα της ταινίας – και ο επιμελής ελληνικός υποτιτλισμός της Μελισσάνθης Γιαννούση – ειδικά στο πρώτο μισό παρέχει τρόπον τινά την παραπάνω ανάπαυλα στον θεατή της, τόσο με το φλέγμα της, όσο και με το περιεχόμενό της.

Στο φινάλε, βρετανικά λιτά, φανερώνεται για μια στιγμή, αν και πλήρως συνταρακτικά, η ανθρώπινη ουσία πίσω από τις σύνθετες (ή αγωνιωδώς απλές) καλλιτεχνικές κατασκευές

Η ταινία διαλέγει μια πολύ απλή («ακαδημαϊκή» θα πουν κάποιοι) δομή στην αφήγησή της. Τα βραβεία Νόμπελ ανακοινώνουν παραλήπτη τους τον Μπέκετ, και αυτός, με την συμβία του από δίπλα, λίαν δυσαρεστημένος, ψελλίζει «καταστροφή», το παίρνει και εξαφανίζεται από την σκηνή για έναν μη-χώρο βγαλμένο από θεατρικό του, όπου συναντά τον γνωστικό εαυτό του. Κι από εκεί ξεκινά μια σειρά από φλασμπάκ, καθένα τους τιτλοφορημένο από πρόσωπα που στιγματίζουν τη ζωή του μυθοπλαστικού Μπέκετ.

Από εκεί θα περάσουν ο Τζέιμς Τζόις (μαγνητικός Έινταν Γκίλεν), η Λουτσία Τζόις (την οποία το σενάριο δεν μεταχειρίζεται διόλου πρέποντα – ελαφρυντικό η οπτική Μπέκετ στον χαρακτήρα της), ο Άλφρεντ, που είναι λιγότερο στο πανί και παραπάνω στα λόγια του σεναρίου, και βέβαια οι Σούζαν και Μπάρμπαρα, οι δύο γυναίκες με τις οποίες σχετίστηκε ο Μπέκετ επί μακρόν και παράλληλα, εν γνώσει και των δύο. Αχρείαστο να ειπωθεί ότι το σενάριο του Νιλ Φόρσαϊθ δεν τηρεί μεγάλη πραγματολογική ακρίβεια, κάμποσα περιστατικά έχουν φτιαχτεί κατά πως βολεύουν το δράμα και πάρα πολλά έχουν κριθεί περιττά να ειπωθούν. Αν είστε μελετητές του Ιρλανδού – και θιασώτες της ακριβολογίας των μεταφορών – θα δυσκολευτείτε. Όλοι οι υπόλοιποι συγγενεύοντες με τον εγκεφαλικό χωροχρόνο του συγγραφέα δεν θα έχετε προβλήματα.

Αυτό διότι η ταινία έχει μια χάρη στην αφαιρετικότητα και στην (πώς αλλιώς;) στακάτη φτιαξιά της. Ο λόγος δεν γίνεται βαρύς, αλλά είναι πολύ συχνά φιλοσοφικός. Η περιεκτικότητα σε λιτούς εκφραστικούς όγκους είναι ίδιον μιας μορφής ευφυΐας, όπως η (ίσως ανάγωγη) ικανότητα για ακριβολογία στα συναισθήματα είναι ελευθερία. Ο Μπέκετ του Φόρσαϊθ, του Μαρς, του Μπερν και του Ο’ Σέι έχει μια ευθύτητα προς τα έξω, γιατί οι ενδότερες πιέσεις δεν του αφήνουν περιθώριο χρονοτριβής. Δεν είναι απαραίτητα συμπαθής, είναι όμως (για να κλέψω τον Γουέλς) «some kind of man». Δεν θα μάθουμε τίποτα για την δημιουργική διαδικασία, θα πέσει όμως φως σε γενεσιουργά της αίτια και στο μυαλό του δημιουργού. Νομίζω αρκεί. Ειδική μνεία εδώ και στο 10/10 κάστινγκ των υποστηρικτικών ρόλων, αφού ιδίως τους γονείς του Μπέκετ με δυο σκηνές δεν τους ξεχνάς ποτέ, ενώ και με την συμβία του Τζόις (Μπρόνα Γκάλαχερ γεια σου, σαν χθες από τους «Commitments» κι ας σε έχουμε δει σε κάμποσα έκτοτε) αισθάνεσαι με σαρκαστική οξύτητα την μοναξιά του πνευματικού ανάμεσα σε πρακτικούς λύτες καθημερινότητας.

Μπορούσε να είναι αλλιώς το έργο; Μπορούσε να μπλεχτεί σε λεκτικές ακροβασίες, βύθιση στην υπαρξιστική απελπισία του συγγραφέα, ή ενατένιση μιας θεοσκότεινης απουσίας νοήματος; Μπορούσε. Μπορούσε επίσης να πυκνώσει με τις δεκάδες επιτηδευμένες πινελιές των biopics, που για να φωτίσουν μια προσωπικότητα τελικά την συσκοτίζουν, όντας τελικά ένα κινηματογραφικό λίφτινγκ όπου όλες οι φυσιογνωμίες τελικά…μοιάζουν. Μπορούσε και να μην παίξει σαν τυπικό biopic γενικώς, ένα είδος σχεδόν σκοτωμένο από χέρι σήμερα, για να έχει ίσως ένα κριτικό βεληνεκές. Μπορούσε, μάλλον. Δεν θα ήταν απαραίτητα καλύτερο.

Έτσι όπως είναι, φουλ βρετανικό, αψύ και με μια σοφία κρυμμένη στην «τυπικά καλοφτιαγμένη παραγωγή», όχι μόνο φτιάχνει έναν κόσμο, ιστορικού πλαισίου αλλά και νοερό, αλλά προετοιμάζει με τον πιο οφθαλμοφανή τρόπο μια τελική σεκάνς (κι ένα τελικό πλάνο) που αν το καλλιτεχνικό βεληνεκές της ήταν μεγαλύτερο, όλο και κάποιος θα το συγγένευε με τον «Πολίτη Κέιν». Μόνο που εκεί το twist ήταν ένα σπουδαίο παιχνίδι του σινεμά που λέει στον θεατή του ότι στο τέλος μιας ταινίας γνωρίζει περισσότερα από τους πρωταγωνιστές της. Εδώ, βρετανικά λιτά, φανερώνεται για μια στιγμή, αν και πλήρως συνταρακτικά, η ανθρώπινη ουσία πίσω από τις σύνθετες (ή αγωνιωδώς απλές) καλλιτεχνικές κατασκευές.

ΟΛΕΣ ΟΙ ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ
  • Χορεύοντας με τον Μπέκετ
  • Χορεύοντας με τον Μπέκετ