Άντζελα Λάνσμπερι (1925-2022): Αποχαιρετισμός στην Ντάμα του θεάματος - αφιερωματα , θεματα || cinemagazine.gr
10:57
12/10

Άντζελα Λάνσμπερι (1925-2022): Αποχαιρετισμός στην Ντάμα του θεάματος

Έφυγε, πλήρης ημερών και ψυχαγωγικής παρακαταθήκης, η ηθοποιός των 5 βραβείων Τόνι και ορισμένων αξιομνημόνευτων παρουσιών στην τηλεόραση και τον κινηματογράφο.

Από τον Ηλία Δημόπουλο

Κρίμα, περιμέναμε μετά χαράς την εκατονταετηρίδα της «Συγγραφέας-Ντετέτκτιβ» - ενός μόνο από τους ρόλους που άφησε αξιαγάπητο χνάρι στην σχεδόν 75ετή καριέρα της η Λάνσμπερι. Δεν ήταν γραφτό τελικά. Η μεγάλη Ντάμα της σκηνής, του Μπρόντγουεϊ, της τηλεόρασης και του κινηματογράφου, μια καλλιτέχνιδα απίστευτης ενέργειας και ευσυνειδησίας, πέθανε ήσυχα στον ύπνο της, χθες 11 Οκτωβρίου, στο Λος Άντζελες, πέντε μέρες πριν τα 97 της.

Στην ζωή της τύλιξε απειρία γεγονότων, ιστοριών, εμφανίσεων, ακόμα και την Βασίλισσα Ελισάβετ την 2η, από την οποία ήταν έξι μήνες μεγαλύτερη. Οι δυο τους «συναντήθηκαν» το 2014 όταν η Λάνσμπερι απέκτησε με την σειρά της τον τίτλο της Dame από το Παλάτι. Όμως ως τότε ένας κόσμος – κι ένας κόσμος θεάματος- είχε συντελεστεί.

Γεννημένη το 1925 σε ευκατάστατη οικογένεια του κεντρικού Λονδίνου, με καταγωγή ιρλανδική από την μητέρα και πατέρα της τον Έντγκαρ Λάνσμπερι, πλούσιο έμπορο και κομμουνιστή, πρώην Δήμαρχο του Πόπλαρ στο μητροπολιτικό Λονδίνο. Μια σειρά οικογενειακών δραμάτων, θα την σπρώξει στην μεγάλη απόφαση, εν μέσω των βομβαρδισμών του Λονδίνου στο περίφημο Blitz του 2ου Παγκοσμίου: Μεταναστεύει με την μητέρα της στις ΗΠΑ.

Η κινηματογραφική της καριέρα ξεκίνησε σε πρώτης τάξεως ταινία, το «Gaslight» του Τζορτζ Κιούκορ, με τον Σαρλ Μπουαγιέ και την Ίνγκριντ Μπέργκμαν, ταινία περίπου αρχετυπική στο ψυχαναλυτικό ρεύμα εκείνης της χολιγουντιανής εποχής. Την ίδια χρονιά παίζει και ανάμεσα στους Ελίζαμπεθ Τέιλορ και Μίκι Ρούνεϊ στο «National Velvet», υπεραγαπημένο Τεχνικόλορ, απολύτως ντεμοντέ πια, αλλά όσο υπάρχουμε θα αναφέρουμε ομοειδή έργα. Το 1945 παίζει στο «Πορτρέτο του Ντόριαν Γκρέι» του Άλμπερτ Λιούιν (το ’47 θα πρωταγωνιστήσει και στο «The Private Affairs of Bel Ami», του ίδιου αξιομνημόνευτου δημιουργού), που παραμένει η καλύτερη μεταφορά του βιβλίου του Όσκαρ Γουάιλντ και έτσι μέσα σε δύο χρόνια οι υποσχέσεις είναι λαμπρές, αφού παίρνει δύο οσκαρικές υποψηφιότητες, η άλλη ήταν για το «Gaslight». Θα ήταν οι μόνες μέχρι να έρθει άλλη μια στα ‘60ς, ενώ πολύ αργότερα θα λάμβανε το τιμητικό βραβείο για την συνεισφορά της στον πρώτο αιώνα του Κινηματογράφου.

Οι προσκλήσεις των κινηματογραφικών ρόλων δεν έπαψαν, και δεν θα έπαυαν ποτέ. Ελάχιστες χρονιές στα 75 αυτά χρόνια θα βρει κανείς δίχως συμμετοχές τις Λάνσμπερι. Απλά, όπως έλεγε και η ίδια η βιομηχανία την τυποποιούσε σε ρόλους μάνας ή «άλλης γυναίκας». Το στρογγυλό της πρόσωπο απείχε από τις «προτιμήσεις» των φακών της εποχής, κατά συνέπεια στους καιρούς της Κρόφορντ και της Χέπμπορν δεν είχε πρωταγωνιστική τύχη. Σημειώνουμε όμως οπωσδήποτε ότι συνάντησε την Τζούντι Γκάρλαντ, ή την Χέπμπορν και τον Σπένσερ Τρέισι (στο «State of the Union», απίστευτο με ποιες εποχές μας ένωνε η παρουσία της), πέρασε από πάμπολλα είδη στην εποχή της πρυτανείας τους, προτού την δεκαετία του ’50 συναντηθεί με την νεοεισελθούσα τηλεόραση, στην οποία και αργότερα θα μεγαλουργούσε.

Η καλύτερή της ταινία στην δεκαετία του ’50 ήταν, μάλλον, το «Long Hot Summer» του Μάρτιν Ριτ με τον Πολ Νιούμαν, αν και film buffs από το βάθος διαμαρτύρονται για το γουέστερν «Lawless Street» του Τζόζεφ Λιούις, δίπλα στον Ράντολφ Σκοτ και το «Life at Stake», με πρωταγωνιστικό ρόλο, όχι συχνό αυτό, σε ένα λησμονημένο νουάρ.

Στην επόμενη δεκαετία παίζει την δύσκολη μαμά του Έλβις Πρίσλεϊ (παρότι μόλις δέκα χρόνια μεγαλύτερή του) στο «Blue Hawaii», λίγο πριν την μεγαλύτερή της κινηματογραφική στιγμή: Στο «Manchurian Candidate» του Τζον Φρανκενχάιμερ υποδύεται έξοχα την επικίνδυνη μαμά του Λόρενς Χάρβεϊ (τρία χρόνια μεγαλύτερή του) και παίρνει την τρίτη και τελευταία της οσκαρική υποψηφιότητα – σε μια τρομερή τότε 5άδα στον Υποστηρικτικό Γυναικείο.

Σε όλα αυτά τα χρόνια, η παρουσία της στο θέατρο και, περιστασιακά μετά τα 40 της στο Μπρόντγουεϊ, αφήνουν ίχνος αρκετό ώστε η ιστορία τελικά να γράφει πέντε (5!) ολόκληρα βραβεία Τόνι στο ενεργητικό της (+1 τιμητικό αργότερα). Εκεί η καλλιτεχνική της ζωή βρήκε τους ρόλους, βρήκε την αναγνώριση. Στα τέλη του ’70 έρχεται μια ανυποψίαστη επαφή με την Αγκάθα Κρίστι. Παίζει στο θαυμάσιο «Έγκλημα στο Νείλο» του Τζον Γκίλερμιν (και μισοκλέβει την παράσταση σε έναν εντελώς over the top ρόλο) και προΐσταται ενός εντυπωσιακού καστ στο λιγότερο καλό «Σπασμένος Καθρέφτης», ως Μις Μαρπλ. «Εξαφανίστηκε» το 1979 και στο «The Lady Vanishes», το ριμέικ Χίτσκοκ του Άντονι Πέιτζ με την Σίμπιλ Σέπερντ, που κανείς, ίσως πλην του υπογράφοντος, δεν αγάπησε.

Το 1984 έρχεται μια σειρά που κανείς δεν πίστευε ότι τα hi tec ‘80ς των macho χαρακτήρων και του «Ιππότη της Ασφάλτου» θα είχε τύχη. «Η Συγγραφέας-Ντετέκτιβ», με την αναφορά της στην Μις Μαρπλ της Κρίστι,  διέλυσε κάθε ανταγωνισμό, πιο αξιοσημείωτα ίσως τα 2 εκατομμύρια θεατών παραπάνω από  το «Amazing Stories» του Στίβεν Σπίλμπεργκ στην 2η της σεζόν. Ακόμα πιο πολύ, η σειρά συνεχίστηκε για 12 ολόκληρα χρόνια, της χάρισε 12 διαδοχικές υποψηφιότητες για Έμμι (ρεκόρ, αλλά ποτέ βραβείο) και τέσσερεις Χρυσές Σφαίρες. Από τα 60 ως τα 70 της η Άντζελα Λάνσμπερι γνώριζε μια άνθιση και μια αναγνώριση που της όφειλε η λαϊκή ιστορία του θεάματος – και τα αισθήματα όσων δεν μπορέσαμε ποτέ να την δούμε στο σανίδι ακουμπούν στην ερασιτέχνιδα αυτή ντετέκτιβ της.

Φυσικά μια τέτοια επιτυχία δεν ήταν ικανή να κουράσει την Αγγλίδα, η οποία εξακολούθησε μια καριέρα σε όλα τα επίπεδα με τηλεταινίες, πλήθος συμμετοχών σε σειρές, με σινεμά (στην «Παρέα των Λύκων», φωνή στην «Πεντάμορφη και το Τέρας» του ’91, και στην «Αναστασία», ξανά του Ντίσνεϊ, στη «Νάνι Μακφί», ακόμα και πρόσφατα σχετικά κοντά στον Τζιμ Κάρεϊ-Κύριο Πόπερ και τους ψηφιακούς Πιγκουίνους του).

Ίσως αυτό να συνοψίζει, αν αυτό είναι ποτέ δυνατόν για έναν άνθρωπο, την Άντζελα Λάνσμπερι. Μια παντελής απουσία σνομπισμού στη δουλειά, τους ανθρώπους και τους θεατές της, μια δυσαναπλήρωτη ευσυνειδησία, συνδυασμένη με σπάνιο καρατερίστικο ταλέντο, όλα τους λουσμένα σε μια ευδιαθεσία ειδικά δική της. Ίσως γιατί υπάρχει και μια άλλη όψη στην τέχνη του θεάματος, εκείνη που δεν πληγώνεται από την σπουδαιοφάνεια, εκείνη που δεν τρέμει μην και δεν την πάρουν στα σοβαρά. Άλλωστε ο κόσμος αυτός πρέπει πάντα να θυμάται την ψυχαγωγική του πλευρά, η τέχνη είναι μέρος και όχι αναγκαστικά υπερσύνολο αυτής. Η Λάνσμπερι είχε την όψη (τα vibes ελληνιστί) και το έργο του ανθρώπου που το ήξερε καλά αυτό.

Την αποχαιρετούμε με χαμόγελο, είναι σπουδαία και αναντικατάστατη, αποτέλεσε -και εξακολουθεί- χαρμόσυνο μέρος της ζωής μας.

Αντίο, Dame.