Ντιν Στόκγουελ (1936-2021): Ένας ήσυχος θρύλος - αφιερωματα , θεματα || cinemagazine.gr
12:38
9/11

Ντιν Στόκγουελ (1936-2021): Ένας ήσυχος θρύλος

Μπορεί να ακούγεται υπερβολικός ο χαρακτηρισμός, και από πλευράς σύγχρονης διασημότητας είναι. Όμως μια 70χρονη (!) διαδρομή, τα βραβεία και μερικοί ρόλοι σε έργα που σφράγισαν τις γενιές που τα είδαν, τον δικαιολογούν με το παραπάνω.

Από τον Ηλία Δημόπουλο

Δεν ξέρω πόσο ωφέλιμη είναι μια μακροσκελής μια αναφορά στον εκλιπόντα Ντιν Στόκγουελ. Δεδομένα η τρέχουσα γενιά «δεν ξέρει ποιος είναι», η πρώτη γενιά που τον γνώρισε σημειώνει ήδη τις μακάβριες απουσίες της (λογικό, ο άνθρωπος ξεκίνησε το 1945 ως παιδί –θαύμα) και η αρμόζουσα (σινεφίλ;) γενιά που θα έπρεπε να τον λατρεύει δεν είναι και τόσο σθεναρή στα γούστα και τις πολιτιστικές στάσεις της πια.

Αλλά όσοι είμαστε εδώ, μεταξύ μας, να θυμηθούμε 2-3 πράγματα που ξέρουμε γι’ αυτόν τον περίεργο, ακατάτακτο ηθοποιό. Που ξεκίνησε δίπλα στον Φρανκ Σινάτρα και τον Τζιν Κέλι, έκανε έξι ταινίες το 1947, ολοκληρώνοντας την χρονιά με την «Συμφωνία Κυρίων» του Καζάν, ως γιος του Γκρέγκορι Πεκ («καθόλου δεν μου άρεσε αυτό το γύρισμα, ήταν πολύ σοβαρό»), σκηνοθετήθηκε την επόμενη χρονιά σαν «Το Αγόρι με τα Πράσινα Μαλλιά» από τον Τζόζεφ Λόουζι (αυτή η υπέροχη, άγνωστη πια, ταινία που έπρεπε να διδάσκεται στο σχολείο), πέρασε από το πλατώ του Ζακ Τουρνέρ στο «Stars in my Crown» (αυτό πια θα ήταν θαύμα να το θυμόμασταν), για να βρεθεί, μετά από πολλές στάσεις, να σφίξει το χέρι του Όρσον Γουέλς στο εξαιρετικό (και, τυπικά αν όχι ενοχλητικά, άγνωστο) «Compulsion» - το οποίο ερμήνευσε και στο θέατρο. Σε τούτο πήρε και το πρώτο (από τα δύο) Βραβεία Ερμηνείας στο φεστιβάλ των Καννών. 

Το άλλο βραβείο στις Κάννες θα ερχόταν από το «Μακρύ Ταξίδι Μέσα στην Νύχτα» (1962), την (κοίτα να δεις) επίσης άγνωστη ταινία των αρχών της καριέρας του Σίντνεϊ Λιουμέτ, όπου ο Στόκγουελ θριάμβευε στον ρόλο του Έντμουντ στο κείμενο του Ευγένιου Ο’ Νιλ. Και έσφιγγε το χέρι της Κάθριν Χέμπορν. Και του Σερ Ραλφ Ρίτσαρντσον. Και του Τζέισον Ρόμπαρντς. Με άλλα λόγια, στα 26 του ο Ντιν Στόκγουελ είχε ήδη πετύχει αρκετά.

Μετά, για αρκετά χρόνια, ενώ θα υπήρχαν ταινίες, πολλή τηλεόραση, λάλησε απαραιτήτως βιώνοντας εκ των έσω τα μεθυστικά/χίπικα/ναρκωμένα/υπερσεξουαλικά τέλη των ‘60ς, και τα παράτησε όλα για 2-3 χρόνια ζώντας σε κάτι σαν κοινόβιο. Κοντά του ήταν και ο Ρας Τάμπλιν (που περνούσε επίσης από την ταινία του Λόουζι, αλλά έκανε διάσημη, βραχύβια καριέρα που κορυφώθηκε με το «West Side Story»), θα τον ξαναέβρισκε και αυτόν ο Ντέιβιντ Λιντς καμμιά 20αριά χρόνια μετά. Όταν επέστρεψε πέρασε από το «Last Movie» του Ντένις Χόπερ και μπήκε πρακτικά σε μια νέα εποχή, πολλής μεν δουλειάς, όχι τόσο αξιομνημόνευτης δε. Όλα ήταν μια αναμονή για…

…την έλευση του Βιμ Βέντερς και του Ντέιβιντ Λιντς. Με το «Παρίσι, Τέξας» και κυρίως το «Μπλε Βελούδο» ο Στόκγουελ μπαίνει σε ένα πάνθεον αλλιώτικο. Εκείνο φιγούρων που δεν μπορείς ποτέ να ξεχάσεις γιατί συμβάδισαν με μέρος της γενιάς σου, γιατί περιείχαν μια τρομερά αφαιρετική, ηχηρά ανιδιοτελή στην έλλειψη ματαιοδοξίας τους, εκλεκτή σύνοψη χαρακτηριστικών που κάνουν τους σπουδαίους καρατερίστες, συχνά, σημαντικότερους από τους πρωταγωνιστές.

Η δεκαετία του ’80 και (κινηματογραφικά) λιγότερο του ’90 σημειώνει μια ανέλπιστη αναγέννηση του Στόκγουελ, που είναι εκπληκτικά περιζήτητος, παίζει σε Φρίντκιν, Κόπολα, Μαν, Ντέμι – παίρνει μια οσκαρική υποψηφιότητα και στο «Married to the Mob» του τελευταίου, θα ήταν η μόνη του. Υπάρχουν χρονιές τότε που κυριολεκτικά έβλεπες τον Στόκγουελ παντού, σε πάνω από 5-6-7 δουλειές τον χρόνο. Κάπου τότε (1989-1993) ξεκινά και το τηλεοπτικά «Quantum Leap», που απολαμβάνει ιδιαίτερη αίγλης στους λάτρεις των σειρών και, καλώς ή κακώς, φιγουράρει και σε πολλούς τίτλους ξένων ΜΜΕ στον τίτλο του επικηδείου του.

Δεν ακούγαμε ποτέ ανοησίες από τον περίγυρό του, ήρεμος άνθρωπος, καλλιτεχνική φύση (έκανε επίσης κολάζ και γλυπτά), γόνος ανάλογης οικογένειας (ο μπαμπάς του ήταν ο βαρύτονος που υπεδύθη φωνητικά τον πρίγκιπα στην Χιονάτη του Ντίσνεϊ το ’37 και γενικώς υπήρξε λυρικός της νεοϋορκέζικης σκηνής), με έναν τρόπο που κατόρθωνε να παντρεύει την τυπική, «χολιγουντιανού» περφεξιονισμού, επαγγελματική προσήλωση, με ένα λυτρωτικό ζαμάν φου, μια εσωτερική, χιουμοριστική υπονόμευση που ειδικά σε κάποιους ρόλους απογείωνε ένα υλικό με χαραμάδες τόνου που δεν είχε καν υπολογιστεί στον αρχικό ρόλο.

Ελαφρύ το χώμα, ωραίε μας candy-colored clown.