Μάρθα Καραγιάννη (1939-2022): Η διστακτική σταρ, το εκθαμβωτικό «Κορίτσι» του ελληνικού κινηματογράφου - αφιερωματα , θεματα || cinemagazine.gr
11:27
19/9

Μάρθα Καραγιάννη (1939-2022): Η διστακτική σταρ, το εκθαμβωτικό «Κορίτσι» του ελληνικού κινηματογράφου

Μια ηθοποιός ανεπιτήδευτα σέξι, όλο χορευτικό ταλέντο και μπριόζικη παρουσία, αναντικατάστατο μέρος της χρυσής συνταγής του κινηματογράφου μας στην εμπορικότερή του εποχή, αφήνει πίσω της στίγμα δυσεύρετο έκτοτε.

Από τον Ηλία Δημόπουλο

Απόγονος εύπορης οικογένειας της προεπαναστατικής Ρωσίας, που απώλεσε την περιουσία της κατά την Οκτωβριανή Επανάσταση και βρέθηκε προσφυγικά στην Δραπετσώνα, όπου γνωρίστηκαν οι γονείς της, η Μάρθα Καραγιάννη έδειξε από νωρίς την έφεσή της στον χορό. Πριν τα 10 της χρόνια σπούδαζε μπαλέτο και σύντομα έκανε το χορευτικό ντεμπούτο της στην τότε Λυρική Σκηνή των αρχών του ’50 με το μπαλέτο της Λουκίας Σακελλαρίου.

Δεν σπούδασε ποτέ Υποκριτική. Όμως ήταν τέτοιες οι εποχές, της βιομηχανικής άνθισης του ελληνικού σινεμά, μετά τους πολέμους της δεκαετίας του ’40, που στους αδιάλειπτους εργασιακούς ρυθμούς, όπως συχνά συμβαίνει, σμιλεύονταν ταλέντα, γνήσια λαϊκά, που είχαν την πρώτη ύλη, έγραφαν στον φακό και ήταν στα χέρια μαστόρων που ήξεραν πώς να τα αξιοποιήσουν. Η Καραγιάννη ήταν εξέχουσα από τα πρόσωπα αυτά.

Η πρώτη της εμφάνιση ήταν στα 17 της στην «Άγνωστο», ένα κλασικό μελόδραμα της εποχής με την Κυβέλη και τον Γιώργο Παππά. Για την επόμενη τετραετία θα εμφανίζεται σε ταινίες αλλά και στο θέατρο, οπότε και στις αρχές του ’60, μαζί με τα εγκαίνια μιας εμπορικά διαστημικής εποχής για τα ελληνικά κινηματογραφικά πράγματα, γνωρίζει τον Γιάννη Δαλιανίδη. Που έχει ιδέες ανάπλασης στα πλατό του Φίνου των αμερικανικών μιούζικαλ, του Ντόνεν, του Μινέλι, του Κέλι, του Σάντριτς, του Μπέρκλεϊ και τόσων αυθεντικά μεγάλων πιονέρων του είδους – και της αλλάζει τη ζωή.

Οι ταινίες, αρχής γενομένης από το «Μερικοί το Προτιμούν Κρύο», στο οποίο η Καραγιάννη ήρθε ως 3η επιλογή μετά την Άννα Φόνσου και την Πόπη Λάζου, μπορεί να μην αντέχουν σε ένα είδος κριτικής, αλλά αντέχουν με το παραπάνω σε μια αποτύπωση αποδραστικής ευφορίας της εποχής που αρέσει ως σήμερα. Η Καραγιάννη ήταν θεμελιώδες συστατικό, με την διαπεραστική φωνή της, το κέφι της και περισσότερο όλων ίσως την εκπληκτική έλλειψη τουπέ της που ισοπέδωνε στην κόντρα με την εντυπωσιακή της παρουσία. Δεν θα ανελάμβαναν πολλές της ομορφιάς της «δεύτερο βιολί» στις ταινίες της Λάσκαρη, ας πούμε. Το έκανε αυτή και το έκανε τέλεια. Τόσο που επιμένει η εντύπωσή της μισό και πλέον αιώνα αργότερα.

«Κάτι να Καίει», «Κορίτσια για Φίλημα», «Γοργόνες και Μάγκες», «Μια Κυρία στα Μπουζούκια», «Μαριχουάνα Στοπ», η πεμπτουσία του Γιάννη Δαλιανίδη, το φόρτε μια εποχής, ο λόγος ευγνωμοσύνης και η αιτία ύπαρξης της ιδιωτικής τηλεόρασης στη Ελλάδα δεκαετίες μετά, περιέχουν όλες την Μάρθα Καραγιάννη, οι φράσεις, τα σουμπρετίστικα νάζια, ο χορός, είναι όλα τους ανθολογημένα στην πράξη της νεοελληνικής κοινωνίας – η υπογραφή της στεναχώριας μας για το φευγιό της.

Το 1969, ήρθε και μια (ανακόλουθη, εν τέλει) αλλαγή πλεύσης με το «Πεθαίνω κάθε Ξημέρωμα» του Νίκου Φώσκολου, σημαδιακά δίπλα στον Κώστα Καζάκο αυτό, που ήταν μια δραματική δοκιμή, απολύτως ενδεικτική του σμιλέματος των ταλέντων, της πολλής, λίαν επαγγελματικής, υγιούς δουλειάς που συνέβαινε εκείνα τα χρόνια στην κινηματογραφία μας.

Στην εποχή που η δόξα του λαϊκού σινεμά μας έγινε συνταξιοδοτικό των ικανών πρωταγωνιστών που δεν καλοπρόλαβαν την δόξα αυτή, την εποχή της βιντεοταινίας δηλαδή,  η Καραγιάννη δεν πολυξοδεύτηκε, έκανε μερικές και εγκατέλειψε ουσιαστικά το ελληνικό θέαμα του τύπου αυτού κάνοντας σποραδικές εμφανίσεις στην τηλεόραση – και συνεχίζοντας, κάθε χρόνο, την θεατρική της παρουσία που από το 1957 έως το 2004 δεν έχασε ούτε μια σεζόν. Έτσι γίνεται, για την περίπτωση που υπήρχε απορία περί ευσυνειδησίας.

Ας είναι ελαφρύ το χώμα, οφείλουμε στο ταλέντο της.