Μίκης Θεοδωράκης (1925-2021): Τέλος - αφιερωματα , θεματα || cinemagazine.gr
10:49
2/9

Μίκης Θεοδωράκης (1925-2021): Τέλος

Για έναν μέγιστο οι αναφορές και οι αποχαιρετισμοί είναι πάντοτε μικρότεροι. Άλλωστε οι πληγέντες μιας τέτοιας απώλειας θα χρειαστούν λίγο χρόνο παραπάνω για να την συνειδητοποιήσουν. Μικρή αναφορά λοιπόν στην κινηματογραφική συνεισφορά του μέγιστου εκλιπόντα.

Από τον Ηλία Δημόπουλο

Ούτε ως συντάκτης, ούτε ως άνθρωπος αυτής της χώρας μπορούσες να φανταστείς πως θα έφτανε κάποια στιγμή να αποχαιρετήσεις τον Μίκη Θεοδοωράκη. Όχι τον «Μίκη». Όχι μεσούσης μιας διαρκούσας και τόσο κραυγαλέας πολιτισμικής κρίσης, τέτοιου αξιακού ναδίρ. Αλλά οφείλεται ο αποχαιρετισμός. Για όσα αυτός ο έξοχος πατριώτης αγωνίστηκε σθεναρά ως το τέλος. Διότι ο Μίκης έμεινε όρθιος ως το τέλος. Όρθιος και ελεύθερος.

Από το βάθος καταφθάνει ήδη η αδιάκριτη βοή εκείνων που άγονα χρησιμοποιούν το βήμα της ελευθερίας τους - ο Θεοδωράκης έπαιξε σημαντικό ρόλο στο να την έχουν. «Δεν υπάρχουν ιερά τέρατα, δεν υπάρχουν ελεύθεροι κριτικής», κραυγάζουν. Φυσικά, ουδείς υπεράνω κριτικής. Όπως και κανείς θα έπρεπε να μιλά δίχως γνωρίζει, κανενός η άγνοια και η έλλειψη βασικού σεβασμού και συναίσθησης δεν μπορεί να είναι θέμα ντεσιμπέλ. Όμως αυτά τα πράγματα, μάλλον, είναι πολύ αργά να διδαχθούν. Ο δρόμος που πήραμε μας οδηγεί αλλού. Άλλη συζήτηση. Εδώ οφείλεται μια αναφορά στον μέγιστο εκλιπόντα και μάλιστα με έμφαση στην κινηματογραφική του συνεισφορά. Αν είναι ποτέ δυνατόν να ταξινομήσεις και να τακτοποιήσεις τέτοια ιδιοφυή πληθωρικότητα…

Ο Μίκης Θεοδωράκης γεννήθηκε στην Χίο πριν από 96 χρόνια. Στον 2ο Παγκόσμιο Πόλεμο ήταν στην αντίσταση, ενώ είχε ήδη γράψει τα πρώτα του ποιήματα και τις πρώτες μουσικές. Στην διάρκεια του Εμφυλίου θα εξοριστεί στην Μακρόνησο. Στην διάρκεια της δεκαετίας του ’50 συνθέτει πυρετωδώς ορχηστρική, δυτική μουσική. Και μελετά. Και διαβάζει. Την τέχνη του, την μουσική, την ποίηση των Ελλήνων. Η έκρηξη ετοιμάζεται. Σε όλη την διάρκεια της δεκαετίας κάνει και τις πρώτες μουσικές για ταινίες. Ελληνικές, της Μαρίας Πλυτά, του Ντίμη Δαδήρα, το σπουδαίο «Ξυπόλητο Τάγμα» του Γκρεγκ Τάλας, ακόμα και ξένες όμως – ποιος ξέρει πως ο Μίκης είναι πίσω από δύο ταινίες του Μάικλ Πάουελ; Της «Νύχτας Γάμου» (γνωστό και ως «Μήνας του Μέλιτος») με την Λουντμίλα Τσερίνα (θραύση στην Ελλάδα του ’50, «Αν Θυμηθείς στ’ Όνειρό μου» με τη Γιοβάννα – το διασκευάζουν και οι Beatles!) και του «Night Ambush» με τον Ντερκ Μπόγκαρντ.

Το ‘58 ο Θεοδωράκης έρχεται σε επαφή με τον «Επιτάφιο» του Γιάννη Ρίτσου και δύο χρόνια μετά παίρνει τον «λαϊκό» Μπιθικώτση (και τον Μανώλη Χιώτη στο μπουζούκι) να τραγουδήσει στον δίσκο (που περιλαμβάνει και ποίηση, τα «Επιφάνια», του Γιώργου Σεφέρη), αφού η πρώτη δισκογράφηση και ενορχήστρωση από τον Χατζιδάκι (με τη Μούσχουρη) δεν ήταν αυτό που ήθελε. «Μέρα Μαγιού», «Άρνηση», «Κράτησα τη Ζωή Μου». Το δαφνοστεφανωμένο και τραυματικό ’60 ξεκινά. Το ’61 γράφει τη μουσική για το «Συνοικία το Όνειρο» του Αλεξανδράκη, ελληνικός, σπουδαίος νεορεαλισμός στο Πετράλωνα της εποχής, εδώ το «Βρέχει στην Φτωχογειτονιά» σε ποίηση του Τάσου Λειβαδίτη. Οι πρώτες γραμμές μιας εποχής όσο σημαντικής τόσο σύνδρομο της μετέπειτα νεοελληνικής ιστορίας, γράφονται εδώ.

Λογαριάστε σειρά δημιουργιών: Το ’62 η Πιαφ τραγουδά την «Όμορφη Πόλη» για τους «Εραστές του Τερουέλ», ξανά με την Λουντμίλα Τσερίνα, την ίδια χρονιά μουσική για την «Ηλέκτρα» του Κακογιάννη, την «Φαίδρα» του Ντασέν, «Αστέρι μου Φεγγάρι μου» του γράφει ο Νίκος Γκάτσος και τραγουδά σε πρώτη ερμηνεία η Μελίνα Μερκούρη, «Five Miles to Midnight» του Λίτβακ (Λόρεν, Πέρκινς ξανά όπως στη «Φαίδρα», μέτριο έργο, καλύτερη μουσική) και μια ελληνική του Ερρίκου Θαλασσινού με την Καρέζη και τον Φούντα, την «Προδομένη Αγάπη», την ίδια χρονιά έρχεται και το «Τραγούδι του Νεκρού Αδελφού». Μόνο το ’62. Την ίδια εποχή έχει έτοιμο κι ένα έργο ακόμα, αλλά δεν το δημοσιεύει, «οι Έλληνες δεν ήταν έτοιμοι – ίσως κι εγώ», λέει.

Το ’63 δολοφονείται ο Λαμπράκης, ιδρύεται η «Νεολαία Λαμπράκη» κι ο Θεοδωράκης χρίζεται πρόεδρος, ενώ στις εκλογές της ίδιας χρονιάς κατεβαίνει με την ΕΔΑ (Ενιαία Δημοκρατική Αριστερά), κόμμα που θεωρείται από την Δεξιά και το Κέντρο, «κομμουνιστικό», και εκλέγεται. Το ’64 είναι η ώρα του «Ζορμπά» του Κακογιάννη, γράφει μουσική για το θέατρο και παρουσιάζει το έργο για το οποίο δεν ήμασταν έτοιμοι: «Άξιον Εστί». Και μόνο αυτό θα αρκούσε για πάντα.

Το ’65 κάνει τη μουσική για το «Μπλόκο» του Άδωνι Κύρου και σειρά άλλων μουσικών για το σινεμά. Μετά, δικτατορία. Διαμαρτυρία, έκκληση για αγώνα, απαγόρευση, δίωξη, φυλακίσεις, εξορίες, τελικά στην Ζάτουνα της Αρκαδίας και στον Ωρωπό. Η διανόηση του εξωτερικού γιγαντώνει την διαμαρτυρία της για την επιδεινούμενη κατάσταση της υγείας του. Ο Σοστακόβιτς, ο Μπέρνσταϊν, ο Ιβ Μοντάν, ο Άρθουρ Μίλερ, το διαμέτρημα, ήδη, είναι παγκόσμιο.

Ο Κώστας Γαβράς χρειάζεται το «Γελαστό Παιδί» για το «Ζ» του, ο Κακογιάννης μουσική για τις «Τρωάδες» του, «Κατάσταση Πολιορκίας» ξανά του Γαβρά, το «The Battle of Sutjeska» (μια φοβερή περιπέτεια των Γιουγκοσλάβων παρτιζάνων ενάντια στον Χίτλερ με τον Ρίτσαρντ Μπάρτον στον ρόλο του Τίτο, εξαιρετικό soundtrack), «Δρόμοι Παλιοί» για το «Σέρπικο» του Λιούμετ αλλά όχι έτσι ακριβώς μιας και ο Μίκης θα έβαζε τους στίχους του Μανόλη Αναγνωστάκη στις «Μπαλάντες» του 1975 για την Μαργαρίτα Ζορμπαλά. «Εξέγερση στη Χιλή», ταινία του ’75 που ευνόητα στην Αμερική παίχτηκε δέκα χρόνια μετά και ήταν υποψήφια για Ξενόγλωσσο Όσκαρ, η «Ιφιγένεια» του Κακογιάννη, «Ο Ασυμβίβαστος» του Θωμόπουλου, κλείνουν την δεκαετία του ’70, μεταξύ πολλών άλλων που είναι αδύνατον να μνημονευθούν με την σημασία που τους πρέπει. Ο Θεοδωράκης είναι από το Χόλιγουντ στη Μόσχα κι από την Αφρική, στα πυρωμένα Βαλκάνια και την (σταθερά) καιγόμενη Μέση Ανατολή.

Από την μεταπολίτευση και μετά ο Μίκης είναι στην πολιτική, όχι μόνο την εγχώρια (που γίνεται και υπουργός – και τρις βουλευτής), είναι παντού στα μουσικά πράγματα, ιδρύει οργανώσεις, μουσικές ορχήστρες, φέρνει την συμφωνική μουσική κοντύτερα σε μια χώρα που δεν...συμφωνεί, ηγείται (για ένα χρόνο άντεξε) των μουσικών συνόλων της ΕΡΤ, χρίζεται διδάκτωρ σε πανεπιστήμια του εξωτερικού, παίζει τον «Μαουτχάουζεν» στην υπογραφή Αραφάτ-Πέρες στο Όσλο (τίποτα δεν άλλαξε), συστήνει επιτροπές, δίνει συναυλίες και χαρίζει την μουσική και το παγκόσμιο κύρος του σε κάθε ανθρωπιστικό, συμφιλιωτικό σκοπό από την Αλβανία και την Γιουγκοσλαβία, μέχρι την Μέση Ανατολή, την Τουρκία και την Βόρεια Αφρική. Ο Μίκης ήταν ο παντού αξιοσέβαστος πρέσβης, ο Έλληνας ιστορημένος διεθνιστής (βραβευμένος και με Λένιν το 1983) που ακολούθησε τον δρόμο μιας βαθιά μελετημένης, συγκροτημένης και, ευτυχώς, ενστικτώδους ψυχοσύνθεσης. Με δεδομένο τον εκφυλισμό της νεοελληνικής κοινωνίας, θα ήταν θαύμα μιας τέτοια δημιουργική πληθωρική ιδιοσυγκρασία να γλίτωνε από την εγγενή κατεδαφιστικότητα ανθρώπων αντιστρόφως ανάλογης υφής.

Η απουσία, για πολλούς από εμάς, θα είναι αισθητή. Στην ιδιοσυστασία της παρελθοντολογίας είναι η μυθοποίηση, μόνο που ευτυχώς ο Μίκης δεν απειλείται από αυτήν. Ο ανδριάντας του οικοδομήθηκε όσο ζούσε και είναι εντυπωσιακό πόσο ποτέ δεν επαναπαύθηκε στην ασυναγώνιστη δάφνη του. Μορφές σαν την δική του δεν υπήρχαν ποτέ πολλές, σπάνια οι συνθήκες, τα γονίδια και η τύχη (ο Θεοδωράκης θα μπορούσε να έχει πεθάνει πέντε φορές νωρίτερα στη ζωή του), συναντιούνται με τέτοιο τρόπο ώστε να συνθέτουν φιγούρες που πυργώνονται μπροστά στις αντιξοότητες, μετατρέποντας το αίσθημα σε τέχνη και την τέχνη σε κοινό κτήμα.

Είναι τύχη μας να υπήρξαμε στον καιρό του και η φαινομενική συντριβή από την απώλειά του δεν θα κερδίσει τελικά.

Αντίο Μίκη Θεοδωράκη, Μίκη μας. Ισόβιο το χρέος.