Νιλ Σάιμον: Ο διασκεδαστής του μεσοαστικού δράματος - αφιερωματα , θεματα || cinemagazine.gr
14:10
27/8

Νιλ Σάιμον: Ο διασκεδαστής του μεσοαστικού δράματος

Έφυγε πλήρης ημερών αφήνοντας σε μας την ανεπάρκεια, ο Νιλ Σάιμον, ο μαέστρο του Μπρόντγουεϊ, ο συγγραφέας που σφράγισε με τη δουλειά του τις δεκαετίες του ’60 και του ’70, που κέρδισε (3) Τόνι, Πούλιντζερ και Έμμυ, σημάδεψε όμως και τα δικά μας χρόνια, όμορφα χρόνια ξενοιασιάς, ατάκας και ταινιοθεραπείας ασίγαστης.

Από τον Ηλία Δημόπουλο

Γεννημένος στο Μπρονξ, βέρος νεοϋορκέζος, εβραϊκό θρέμμα φτωχικών παιδικών χρόνων, ο Σάιμον διερεύνησε την μικρο-μεσοαστική εβραικότητα (όπως και ο επίσης από χαμηλά στρώματα Γούντι Άλεν), είδε την «φωτεινή», γραφική πλευρά της νεύρωσης, περιέπαιξε τις συμβάσεις, τον γάμο, την οικογένεια, το ζευγάρι, σταδιακά όμως προχώρησε και στην ενδοσκόπηση, την αυτοκριτική και την απαισιοδοξία (και τις καλύτερες κριτικές – ποτέ, όμως, δεν υπήρξε darling των διανοούμενων της ανατολικής ακτής) φτιάχνοντας ένα πολυγραφότατο σώμα έργου που δεν έχει πρακτικά αντίπαλο στην κατηγορία του.

Όρθιος πίσω τελευταίος ο Νιλ Σάιμον την εποχή της τηλεόρασης

Μακράν ο πιο επιτυχημένος εμπορικά θεατρικός συγγραφέας της γενιάς του (και βάλε), υπήρξε εποχή που στο Μπρόντγουεϊ παίζονταν ταυτόχρονα τέσσερα (!) έργα του, ωστόσο λέγεται πως κάποτε ρωτώντας τον Γούντι Άλεν (εποχή «Μανχάταν») για την επιτυχία του (που κι ο ίδιος άλλωστε γευόταν την ίδια εποχή) εκφράστηκε πλήρως από τη σκυθρωπή, απαισιόδοξη όψη του συναδέλφου του.

Είναι σαφές πως η εποχή που τον ταύτισε στη συνείδηση θεατρόφιλων και εν συνεχεία κινηματογραφόφιλων είναι η εποχή του ξεκινήματός του. Αφήνοντας την τηλεόραση, που έγραφε κείμενα για προσωπικότητες όπως ο Σίντ Σίζαρ και ο Τζέρι Λιούις (ταυτόχρονα με τον Γούντι Άλεν, τον Μελ Μπρουκς και άλλους), ο Σάιμον έγραψε τα κλασσικά του έργα, το «Odd Couple» και το «Barefoot in the Park». Για το πρώτο τιμήθηκε με το πρώτο του Τόνι κι εκτοξεύθηκε στο ουρανό της εποχής.

Ο Σάιμον διατήρησε αλώβητο ερωτικό δεσμό και με το σινεμά που γρήγορα πόθησε την θεατρική επιτυχία. Tο «Come Blow Your Horn» του ’63 με τον Σινάτρα (το πρώτο του θεατρικό) ήταν το έναυσμα. Στα τέλη της δεκαετίας ήρθαν οι κινηματογραφικές μεταφορές του «Παράξενου Ζευγαριού» με Λέμον/Ματάου και του «Ξυπολήτοι στο Πάρκο» με εκτυφλωτικής ομορφιάς Φόντα/Ρέντφορντ. Το ’69 μεταφέρεται το «Sweet Charity» με τη ΜακΛέην, μια διασκευή σε μιούζικαλ των φελινικών «Νυχτών της Καμπίρια», που ο Φόσι απογείωσε σκηνοθετικά σε νέο φορμά. Το ’70, τέταρτη συνεχόμενη χρονιά, έρχονται οι «Out of Towners» με Ματάου και Σάντι Ντένις, το κείμενο κι ο Ματάου αστράφτουν, η σκηνοθεσία δεν είναι αντάξια, αλλά εμείς που το βλέπαμε μικροί κάπου εκεί στα μέσα του ’80 γελούσαμε δυνατά. Το ’71 είναι το «Plaza Suite», πάλι με τον άριστο μεταγλωττιστή του Σάιμον, Ματάου, στον πρώτο ρόλο. Το ’72 το κλασσικό «Heartbreak Kid», με Τσαρλς Γκρόντιν και την Σίμπιλ Σέπερντ στα εκθαμβωτικά της, ενώ το ’75 σειρά έχει ο Λέμον και η Μπάνκροφτ ζευγάρι στο «Prisoner of Second Avenue», ενώ ακόμα καλύτερο, ελέω και Χέρμπερτ Ρος (που διάβαζε τέλεια το στυλ του Σάιμον), είναι το «Sunshine Boys» με Ματάου και Τζορτζ Μπερνς – που κέρδισε και όσκαρ εδώ.

Την επόμενη χρονιά είναι το «Murder By Death», με πλειάδα πρωταγωνιστών, τελείως διασκεδαστικό spoof των αστυνομικών επιθεωρητών που τότε (όπως σήμερα) γνωρίζουν άνθηση, ενώ το ’77 είναι η μεγάλη χρονιά του «Goodbye Girl», πάλι με τον Χέρμπερτ Ρος στο τιμόνι, που δίνει όσκαρ στον Ρίτσαρντ Ντρέιφους και υποψηφιότητες στον ίδιο και την τότε γυναίκα του, Μάρσα Μέισον. Το ’78 κάνει το «California Suite», Ματάου, Τζέιν Φόντα, Μάικλ Κέιν και βέβαια μέγας Άλαν Άλντα εδώ, ο άνθρωπος που μαζί με τον Ματάου αντιπροσώπευσε τόσο τέλεια τον «ανθρωπότυπο Σάιμον», του κανονικού ανθρώπου, που θέλει να είναι συμπαθής, που είναι όμως δυσαρεστημένος, νευρωτικός, πικρός και μπλεγμένος σε μια μεσοαστική πραγματικότητα που διάλεξε αλλά δεν έμαθε ποτέ να ελέγχει. Εδώ ο Σάιμον θα πάρει και την τέταρτη και τελευταία του υποψηφιότητα για σενάριο, ένα βραβείο που δεν κέρδισε τελικά ποτέ.

Το «Chapter Two» του ’79 το αγαπάμε βέβαια εξίσου πολύ, Κάαν και Μέισον ζευγάρι, νέα υποψηφιότητα για την σύζυγο – που τις τρεις από τις τέσσερεις της υποψηφιότητες τις πήρε με Σάιμον στο τιμόνι, η τέταρτη και πρώτη χρονολογικά ήταν πάντως πάλι σε ταινία με τον Κάαν, το ξεχασμένο «Cinderella Liberty» του ’73!

Από δω και μετά έρχονται τα κόζα του ’80 και ο Σάιμον μπαίνει στη πιο σκυθρωπή, αυτοβιογραφική του διάθεση, η τηλεόραση πλέον τον φιλοξενεί υπό μορφή τηλεταινιών, στο σινεμά αξιομνημόνευτα είναι το «Biloxi Blues» με τον Μπρόντερικ (που το είχε παίξει και στο θέατρο) σε σκηνοθεσία Μάικ Νίκολς και το «Lost in Yonkers» (το Πούλιντζερ του Σάιμον) με Ρίτσαρντ Ντρέιφους, Ντέμπρα Γουίνγκερ και, ζεστή τότε απ’ το «Fisher King», Μερσέντες Ρουλ.

Πάντως εμείς, όσοι μείναμε, και στο δεύτερο «Odd Couple» (1998) άριστα περάσαμε και όποτε επισκεπτόμαστε τον όμορφο, παιγνιώδη, υποδόρια μελαγχολικό κόσμο του Νιλ Σάιμον σκεφτόμαστε πόσο φινετσάτες, πόσο μπριόζες, πόσο έξυπνες ήταν οι γραφές του, πόσο μια όψη των πραγμάτων, που για όλους μας έρχονται, βλέπεται πάντα στο γραπτό του, πόσο τελικά μεγάλο τάλαντο είναι το να μπορείς να ανυψώνεσαι από μια σκληρή καθημερινότητα και να την βλέπεις σαν ένα γραμμένο που μόνο η συντροφιά των συμπαθούντων μπορεί να κάνει βιώσιμη και, γιατί όχι, διασκεδαστική.