[Κριτική] Το παλιομοδίτικο «The Little Things» είναι αστυνομικό ατμόσφαιρας, ερμηνειών και πεσιμισμού - νεα , ειδησεις || cinemagazine.gr
9:18
3/2

[Κριτική] Το παλιομοδίτικο «The Little Things» είναι αστυνομικό ατμόσφαιρας, ερμηνειών και πεσιμισμού

Με ηγέτη έναν ογκώδη Ντενζέλ Ουάσινγκτον και στήριξη από ένα οσκαρικό καστ, η ταινία του Τζον Λι Χάνκοκ έχει στοιχεία που θα εμποδίσουν ένα μεγαλύτερο κοινό να την εκτιμήσει, αλλά έχει αρετές και τόλμη που θα την κάνουν ιδιαίτερα προσφιλή σε μερίδα φίλων του είδους.

Από τον Ηλία Δημόπουλο

Οι λάτρεις του είδους θα ξεκινήσουν καλοπροαίρετα την παρακολούθηση των «μικρών πραγμάτων», των λεπτομερειών που κάποτε, αλλά όχι πάντα, οδηγούν στην εξιχνίαση του εγκλήματος. Και το έργο θα τους βοηθήσει ιδιαίτερα με τους ξεχασμένους (πια) ρυθμούς, την σπουδασμένη ατμόσφαιρα και τους τρεις ερμηνευτές με τα 4 Όσκαρ στα ντουλάπια τους, που ανταποδίδουν αυτό που το σενάριο φτιάχτηκε να περιγράψει. Ως λάτρεις, θα δυσκολευτούν να χωνέψουν μια εξέλιξη της 3ης πράξης του έργου (περιλαμβάνει ένα φτυάρι και πολύ σκάψιμο), θα συγχωρέσουν όμως ένα έργο που ακόμα κι εκεί θέλει να πει κάτι άλλο - και δεν θα υποχωρήσει ούτε στο τελευταίο πλάνο για να το πει, όσο απ-αίσιο κι αν είναι.

Οι λάτρεις του είδους και πάλι, ξεχωρίζουν από εκείνους που «βρήκαν πόρτα και μπήκαν», διότι δεν βολοδέρνουν ασκόπως στην «τόσο 21ος αιώνας» πολλαπλή απομυθοποίηση είδους, συνακόλουθης αφήγησής του και χαρακτήρων της αστυνομικής ταινίας. Διότι αν δεν είσαι λάτρης, πέραν του ότι ανοίγεις το smartphone στο 10λεπτο, η ταινία του Λι Χάνκοκ, έτσι ολομέτωπα που παραπέμπει στην εποχή της (σεσημασμένα προ κινητών '90ς), διηγείται το λίαν επικίνδυνο εγχείρημα κατατρόπωσης του Κακού από το Καλό, την μονόδρομη διάβρωση του δεύτερου από το πρώτο, τον ηρωισμό ότι εξακολουθείς να πολεμάς ακόμα κι όταν εν γνώσει σου χάνεις παταγωδώς. Το κάνει με τον αλα αμερικέν τρόπο, που δεν είναι και τόσο κακός αν σκεφτείς ότι όλο το ανάλογο σινεμά παγκοσμίως στηρίζεται πάνω του. «Τα Μικρά Πράγματα» αφορούν ιστορίες ανθρώπων που έχασαν τη ζωή και τον εαυτό τους κυνηγώντας αποβράσματα ή έστω, αφού το «Se7en» παραμένει θεόρατο, ολέθρια παραπροϊόντα ενός κόσμου που πηγαίνει κατά διαόλου.

Όλα τα παραπάνω εξυπηρετούν το ότι η κριτική μιας ταινίας αποκαλύπτει συχνά περισσότερα για τον υπογράφοντα παρά για τα έργα, οπότε να μην συγχέεται η κριτική υπογραφή με το καλλιτεχνικό αποτέλεσμα. Όλα τα παραπάνω επίσης διότι το έργο - και καλά να πάθει από μια πλευρά έτσι γεμάτο αυτοπεποίθηση παλαιικό που είναι - έγινε δεκτό με έναν αέρα χλιαρής και πνιγηρής μετριοπάθειας, σα να ήταν ένα τηλεοπτικό επεισόδιο ή ένα εργάκι του συρμού από εκείνα που έβγαιναν την εποχή που (φιλμικά) αναπολεί. Δεν είναι. Είναι ένα καλό, στιβαρό δράμα, με τολμηρό συμπέρασμα (θυμάστε την «Υπόσχεση» του Σον Πεν με τον Τζακ Νίκολσον;), που έπρεπε να έχει ένα προσεκτικότερο σενάριο «στα μικρά πράγματα», να αποφύγει την προαναφερθείσα λούμπα της 3ης πράξης και, μυστηριώδες αυτό, να είχε ένα καλύτερο ντεκουπάζ (κυρίως) στο πρώτο μισό του, γιατί είναι αποπροσανατολιστικό και πρόχειρο να βλέπεις 3 πλάνα αντί για 1.

Σε αντάλλαγμα όμως έχεις μερικά στοιχεία μεγάλου θρίλερ του είδους- και όχι μόνο της εποχής που αναφέρεται η αισθητική του. (Πληροφοριακά, το σενάριο σκονιζόταν από την εποχή του ιστγουντικού «Ένας Τέλειος Κόσμος», ο και εκεί σεναρίστας Λι Χάνκοκ αποφάσισε τώρα να το γυρίσει, αφού και εδώ και πολλά χρόνια τα μεγάλα στούντιο αδιαφορούν για ταινίες 30 εκατομμυρίων δολαρίων και προτιμούν την ικανοποίηση 10πλάσιου προϋπολογισμού υπερηρωικών ροπών). Παίρνεις λοιπόν ένα έργο που φιλοσοφικά είναι πιο κοντά στον Μελβίλ, το γαλλικό policier, λίγο Χίτσκοκ και τον πρώιμο Μάικλ Μαν, με εσωτερίκευση της δράσης, έμφαση στο στιλιζάρισμα, κλασική χρήση της μουσικής (μεγάλος Τόμας Νιούμαν) και συνεχή ροή σασπένς (όχι κοινή αγωνία), που αναβάλλει την επίλυση του δράματος και της δράσης, και διακόπτεται μόνο για να αναπνεύσουν οι χαρακτήρες και να τοποθετηθούν τα «μικρά πράγματα» (τίτλος διφορούμενος, σκληρά ειρωνικός) που σηματοδοτούν κατά που έχει κινήσει η ιστορία.

Παίρνεις τρεις καλές ερμηνείες. Στην περίπτωση του Ντενζέλ Ουάσινγκτον ειδικά, παίρνεις μια μεγάλη, αμφίσημη παρουσία, ένα ογκώδες φαίνεσθαι για ένα εύθρυπτο είναι και, επιτέλους, ένα έργο στο οποίο ξαναθυμάται ότι δεν είναι (μόνο) ο black 'n proud σταρ με το αυτοδίκαιο ύφος του μεγάλου αρτίστα, αλλά ένα μεγαθήριο κανονικό του να παίζει με τα ελάχιστα και να αποδίδει τα δέοντα.

Ο Ράμι Μάλεκ πλουτίζει την φυσιογνωμία που φτιάχτηκε για τον φακό με μια ειρωνεία, μια καμουφλαρισμένη μανία, ένα ηθικό περίβλημα, αλλά και το τραγικό ελάττωμα του ίδιου ακριβώς περιβλήματος. Ο Τζάρεντ Λέτο, αλλαγμένος, βαρύς κι ατσούμπαλος, διαλύει ξανά την ροκ poster boy εικόνα του, αντικαθιστώντας την με την όψη της ενσαρκωμένης παθογένειας. Ο ρόλος του, χωρίς την ελάχιστη ηλιαχτίδα αστρικής χολιγουντιανής προβολής, είναι το σαθρό υπόλειμμα ανθρώπου μιας εποχής που σχεδόν όλα πάνε στραβά. Είναι η εικόνα της ενοχής, όχι απαραίτητα αυτής που κουβαλά, αλλά εκείνης που τον έθρεψε και τον περιέχει.

Είναι σαφές ότι το περιβάλλον του έργου είναι αυτό μιας ηθικολογίας. Όχι όμως με την έννοια μιας βροχερής κι άραχλης διδασκαλίας (όπως στο «Se7en»), αλλά με αυτήν μιας ακόμα πιο πένθιμης ανάκρουσης: Αν ο Μόργκαν Φρίμαν στο τέλος της ταινίας του Φίντσερ πίστευε ότι αξίζει να πολεμήσεις για τον κόσμο μας, η ψαλμωδία εδώ καταφθάνει σε στίχους αδιέξοδους και φωτιές που απανθρακώνουν την φενάκη όσων πίστεψαν ότι το Κακό νικιέται επειδή νόμισαν πως μια ζωή αφιερωμένη στην εξάλειψή του άρκεσε.

INFO:
Η ταινία προβάλλεται στο HBO Max