Εκεί που Ζούμε - ταινιες , παιζονται τωρα || cinemagazine.gr

Εκεί που Ζούμε

Εκεί που Ζούμε

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

2022
    ΠΑΡΑΓΩΓΗ: Ελλάδα
    ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Σωτήρης Γκορίτσας
    ΣΕΝΑΡΙΟ: Σωτήρης Γκορίτσας
    ΗΘΟΠΟΙΟΙ: Προμηθέας Αλειφερόπουλος, Στέλιος Μάινας, Μάκης Παπαδημητρίου, Μαρία Καλλιμάνη
    ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ: Διονύσης Ευθυμιόπουλος
    ΜΟΥΣΙΚΗ: Nίκος Πορτοκάλογλου
    ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 90
    ΔΙΑΝΟΜΗ: Feelgood Entertainment

Το αγαπητικό πορτρέτο μιας γενιάς που ζει για να δουλεύει, στο όνομα των «καλύτερων ημερών» που κάποτε της υποσχέθηκαν, σε μια γλυκόπικρη κινηματογραφική διαδρομή σπαρταριστών στιγμιοτύπων και συγκινητικών στάσεων. Το «Εκεί που Ζούμε» είναι αυτή η καλοστημένη αφηγηματική ταινία με αρχή, μέση και τέλος, που τόσο πολύ λείπει από την εγχώρια κινηματογραφική παραγωγή.

Από τον Γιάννη Βασιλείου

H γενιά των σημερινών 35άρηδων έζησε ένα μεγάλο κραχ, το οποίο ανέτρεψε τα δεδομένα του επαγγελματικού προσανατολισμού της  ακριβώς στο χρονικό σημείο που έμπαινε στην αγορά εργασίας. Περιττό να πούμε πώς όσα ακολούθησαν απλά παγίωσαν τη διαρκή αβεβαιότητα. Η ιδιαιτερότητα αυτής της γενιάς είναι ότι πρόλαβε σε πολύ νεαρή ηλικία να ζήσει (σ)τις καλύτερες μέρες και γαλουχήθηκε με τη νοοτροπία της επένδυσης στο μέλλον. Τουτέστιν, σπούδασε, παιδί μου, κάνε μεταπτυχιακά, κάνε διδακτορικά, δούλεψε στην αρχή πολύ και για ελάχιστα χρήματα και οι κόποι σου θα ανταμειφθούν. Μια «ανταμοιβή» που, φυσικά πλην σχεδόν αποκλειστικά συγκυριακών και συνήθως ευνοιοκρατικών εξαιρέσεων, δεν θα έρθει ποτέ. Μόνο που στο μεταξύ αυτός ο άνευ ουσιώδους (ή και επουσιώδους) ανταμοιβής κόπος, στο όνομα ενός αόριστου δικαιώματος προσδοκίας, έχει αποκτήσει βιωματική διάσταση. Κι ακριβώς επειδή ο συγκεκριμένος ανθρωπότυπος έχει διδαχτεί την αρετή της υπομονής και της επιμονής, η αντίδραση σε αυτή τη συστημική «προδοσία» δεν έρχεται ποτέ. Όχι ότι υπάρχει χρόνος γι’ αυτό άλλωστε. Είναι μια γενιά που ζει για να δουλεύει, στο όνομα του ονείρου της επανάκτησης εκείνων των «καλύτερων ημερών» που κατά βάθος γνωρίζει πώς δεν θα έρθουν ποτέ, οπότε έχει να διαχειριστεί και το τραύμα της διάψευσης που διαρκώς απωθεί. Τέλος, όσο κυνικό κι αν ακουστεί αυτό που θα γράψουμε, είναι μια γενιά που κληρονόμησε το χρέος των προηγούμενων, δίχως να απολαύσει και τους καρπούς της δανεικής ωφέλειας που το γέννησε.

Αυτή η γενιά συνοψίζεται στο πρόσωπο του Αντώνη, ενός δικηγόρου που έχει γενέθλια και ξεκινά τη μέρα του για ακόμα μια φορά στην Ευελπίδων, δηλαδή στο μέρος που πηγαίνουν τα όνειρα για να πεθάνουν. Με μια υπόθεση της μητέρας του παιδικού του φίλου, άλλους πελάτες να τον ενοχλούν στο τηλέφωνο, τους γονείς του να έχουν τις δικές του απαιτήσεις, το αφεντικό του – ένα σπαρταριστό πλην καυστικό cameo του Αργύρη Μπακιρτζή- να τον αφήνει συστηματικά απλήρωτο και τον εκμισθωτή του να τον απειλεί με έξωση, θα έλεγες ότι ζει την μέρα της κρίσης. Στην πραγματικότητα. για την πλειονότητα των δικηγόρων αυτής της γενιάς είναι απλά μια συνηθισμένη μέρα στην Ευελπίδων, όπου όλοι βιάζονται, χωρίς απαραίτητα να πηγαίνουν κάπου. Ακόμα και μια τρυφερή συνάντηση μετά από καιρό που ίσως να κρύβει κι έναν ανεκδήλωτο ερωτισμό, δεν προλαβαίνει να εγγραφεί στην συναισθηματική μνήμη - ιδιοφυώς ο Γκορίτσας κρατά το πλάνο μερικά δευτερόλεπτα παραπάνω, ώστε να δούμε την Παπαληγούρα να συντονίζεται και πάλι στη μηχανική της καθημερινότητα, σαν αυτό που προηγήθηκε να ήταν ένα διάλειμμα από μια άλλη ζωή που δεν συνέβη ποτέ, αναδεικνύοντας με αυτή του την επιλογή το πραγματικό δράμα της εν λόγω γενιάς.

Μια γενιά που ζει για να δουλεύει, στο όνομα του ονείρου της επανάκτησης εκείνων των «καλύτερων ημερών» που κατά βάθος γνωρίζει ότι δεν θα έρθουν ποτέ

Είναι τρομακτικά αληθινή η απόδοση του υποκειμένου και του αντικειμένου της ταινίας και μεγάλο μέρος αυτής της αλήθειας οφείλεται στο μυθιστόρημα του Χρήστου Κυθρεώτη, ενός συγγραφέα που, ως δικηγόρος, άντλησε έμπνευση από τις προσωπικές του εμπειρίες. Είναι αληθινή και χάρη στο ερμηνευτικό ένστικτο του «συνάδελφου» - έτσι αποκαλούνται οι δικηγόροι μεταξύ τους- Προμηθέα Αλειφερόπουλου. Ο ταλαντούχος και φυσιογνωμικά συμπαθέστατος πρωταγωνιστής έχει συλλάβει σωματικά εκείνη την κατάσταση διαρκούς εγρήγορσης, της πιθανής (και μετά από λίγους μήνες στην Ευελπίδων ποτέ απρόσμενης) ανάγκης άμεσου διακτινισμού, αλλά και την κόπωση της ενδόμυχης απογοήτευσης. Και, πάνω από όλα, έχει υιοθετήσει αυτό το χάσιμο στο βλέμμα, που υποδεικνύει ένα μυαλό κερματισμένο σε δεκαπέντε συντρέχουσες υποθέσεις, αλλά ταυτόχρονα σε καμία από αυτές, παρά μόνο εστιασμένο σε ένα απροσδιόριστο σχέδιο απόδρασης που αναβάλλεται με κάθε χτύπημα του κινητού ή όταν έρχεται, δεν γίνεται αντιληπτό – χαρακτηριστική η σκηνή της συνέντευξης για τη δουλειά στο εξωτερικό. Ο Αντώνης είναι ένας άνθρωπος που πρέπει να είναι εκεί, είναι πάντα εκεί, γιατί δεν μπορεί να κάνει αλλιώς, αλλά στην πραγματικότητα δεν είναι ποτέ «εκεί». Επειδή δεν προλαβαίνει. Όπως όχι μόνο οι δικηγόροι, αλλά σχεδόν το σύνολο των εργαζομένων, των επαγγελματιών και των εργαζομένων επαγγελματιών (sic) της ηλικίας του. 

Επειδή, όμως, για mainstream αφηγηματική μυθοπλασία πρόκειται και όχι για φεστιβαλικό σινεμά ρεαλισμού, στην ταινία ακολουθούμε τον Αντώνη σε μια διαδρομή γεμάτη απρόσμενες στάσεις και δραματικά απροόπτα που στο τέλος της μέρας θα τον οδηγήσουν κάπου,  στην επανεύρεση, κατά κάποιον τρόπο, του δικού του «Ροδανθού», που ίσως να ευαγγελίζεται και μια επανεφεύρεση του εαυτού του – το φινάλε αφήνει την υπόνοια μιας υποσχετικής «δικαιοπραξίας» – η οποία πηγάζει μεν από τον ίδιο, μα είναι αδύνατο να επιτευχθεί χωρίς τους ανθρώπους γύρω του, εκείνους που η καθημερινότητά του περιορίζει σε ρόλο κομπάρσου.

Είμαστε σίγουροι ότι θα υπάρξει μερίδα της κριτικής που θα αναρωτηθεί πού βρίσκεται το κράτος και η ευθύνη του σε όσα βλέπουμε, η ένσταση που προβάλλουμε προς κατάρριψη αυτού του ισχυρισμού έγκειται στο γεγονός ότι ο Γκορίτσας δεν κάνει κοινωνική καταγγελία, ούτε σάτιρα – δεν ξαναγυρίζει το «Απ’τα Κόκκαλα Βγαλμένα» δηλαδή. Αντίθετα, όπως έχουμε ήδη αναφέρει, επιχειρεί να χτίσει το πορτρέτο μιας γενιάς. Μιας γενιάς απολιτικής λόγω του εγκλωβισμού της στην πλάνη της και στη βαναυσότητα και τους αδυσώπητους ρυθμούς της καθημερινότητας της. Και, ταυτόχρονα, μιας γενιάς τα μέλη της οποίας, παρά τη φαινομενική «μυωπία» τους, έχουν κατά βάθος (ή και εμφανώς στην περίπτωση του Αντώνη) καλλιεργήσει την ενσυναίσθησή τους, επειδή ξέρει ότι έχουν μόνο ο ένας τον άλλο - κι επειδή δεν πιστεύουν ότι έχουν κάτι να περιμένουν από το Κράτος.  

Για όποιον θέλει να δει τη συλλογική ευθύνη, υπάρχει στην ταινία, σε πρόσωπα και συμπεριφορές, στο περιβάλλον που σουλατσάρει ο ήρωας, χωρίς ποτέ να έρχεται στο προσκήνιο με τον τρόπο της «ντουντούκας» ή να λαμβάνει πρωταγωνιστικό ρόλο, ακριβώς επειδή παρακολουθούμε τον κόσμο μέσα από τα μάτια ενός πρωταγωνιστή που φέρει τα προαναφερθέντα χαρακτηριστικά. Οι πρωτεργάτες της σοσιομιντιακής επανάστασης μπορεί να το λογαριάσουν για έλλειψη αυτό και να οργιστούν. Ενδεχομένως θα προτιμούσαν την καταγγελία, έστω και στη συνήθη, σχηματική της μορφή. Ένα μέρος μας τους καταλαβαίνει, μα, επαναλαμβάνουμε, το «Εκεί που Ζούμε» δεν είναι μια ταινία καταγγελιάς.

Είναι μια ταινία που νοιάζεται τους ανθρώπους της, που κρύβει ανέλπιστες ενέσεις συγκίνησης, ερμηνευμένες με (σπάνια για εγχώρια παραγωγή) κινηματογραφικότητα από τους ηθοποιούς της - εκείνο το τηλεφώνημα του Παπαδημητρίου «γιατί δεν ήξερε ποιον άλλο να πάρει» ή η εξομολόγηση του Μάινα στο αυτοκίνητο, δύσκολα αφήνουν μάτι στεγνό. Είναι μια ταινία κάποτε εύθυμη και κυρίως γλυκόπικρη, που θα αγγίξει τις ευαίσθητες χορδές της ηλικιακής ομάδας στην οποία πρωτίστως απευθύνεται και θα βοηθήσει τις υπόλοιπες να την καταλάβουν καλύτερα. Κι όλα αυτά, αποτελώντας ένα άξιο δείγμα μετρημένου, στρωτού αφηγηματικού σινεμά μεγάλου κοινού, ακριβώς δηλαδή αυτού του τύπου ταινίας που λείπει περισσότερο από οποιονδήποτε άλλο στον μικρόκοσμο του ελληνικού κινηματογράφου.

ΟΛΕΣ ΟΙ ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ
  • Εκεί που Ζούμε
  • Εκεί που Ζούμε