Μπομπ Ράφελσον (1933-2022): Έφυγε ένας μεγάλος «άγνωστος» δημιουργός του Νέου Χόλιγουντ - αφιερωματα , θεματα || cinemagazine.gr
9:56
25/7

Μπομπ Ράφελσον (1933-2022): Έφυγε ένας μεγάλος «άγνωστος» δημιουργός του Νέου Χόλιγουντ

Αρκεί με το «Πέντε Εύκολα Κομμάτια» να κερδίσεις μιαν αθανασία, ωστόσο ο Ράφελσον αφήνει πίσω του αξιοσημείωτο, αν και δυσδιάκριτο σήμερα πια, ίχνος.

Από τον Ηλία Δημόπουλο

Στον Μπομπ Ράφελσον, τον οποίον στην Ευρώπη, ακόμα και οι μεταγενέστερες γενιές, πάντοτε θεωρούσαμε αξιότιμο μέλος της λέσχης του Νέου Χόλιγουντ, χρεώνονται (ή πιστώνονται, ανάλογα πώς θα το δει κανείς) πράγματα όπως η δημιουργία των Monkees (που οι λάτρεις των Beatles γενικά μισούν), η «καλημέρα» (καλησπέρα, σωστότερα, είχαν προηγηθεί άλλοι) του Τζακ Νίκολσον στο σινεμά μας - αν και ο Ράφελσον έλεγε ότι «μου αρέσει να σκέφτομαι ότι εγώ τον έφερα αλλά μάλλον με έφερε εκείνος» - και μια χούφτα ταινίες που αν δεν υπήρχε αυτός δεν θα υπήρχαν κι εκείνες.

Ο Ράφελσον δεν είχε εύκολα παιδικά χρόνια, όμως μέρος αυτών υπήρξε ο στυλοβάτης του τι καλλιτέχνης θα γινόταν. Σπούδασε Φιλοσοφία, γνώρισε τον Μπακ Χένρι (ένας ωραίος σεναρίστας - Ο Παράδεισος Μπορεί να Περιμένει, The Graduate), κατετάγη στον Στρατό και τοποθετήθηκε στην Ιαπωνία, όπου λάτρεψε τον Όζου, μετέφραζε γιαπωνέζικα έργα και συμβούλευε την σπουδαία κινηματογραφική εταιρεία Shochiku ποιες ταινίες θα έχουν μιαν απήχηση στην Αμερική.

Η αλλαγή βέβαια ήρθε στα μέσα του '60 όταν συνάντησε τον Μπερτ Σνάιντερ και έφτιαξαν μαζί την BBS, που στη συνέχεια θα παρήγαγε για την Columbia. Οι δυο τους συνέλαβαν και την ιδέα ενός τηλεοπτικού σόου για το πώς είναι να είσαι σε μια ποπ μπάντα  - ο Ράφελσον λέει ότι η ιδέα του έιχε έρθει πολύ πριν υπάρξουν καν οι Beatles. H μπάντα θα ήταν οι Monkees, που είχαν ένα φεγγαράκι τεράστιας επιτυχίας στις ΗΠΑ, μάλιστα ο ντράμερ και τραγουδιστής τους, Μίκι Ντόλενζ, που είναι και ο μοναδικός επιζών πια, απέτισε φόρο τιμής στον Ράφελσον που του άλλαξε τη ζωή, και το σχέδιο θα χάριζε στον Ράφελσον κι ένα Έμμι.

Ωστόσο, η Raybert Productions, η εταιρεία παραγωγής τους, εδώ θα ξεκινούσε μια σύντομη, μα σπουδαία διαδρομή. Με το «Head», μια κινηματογραφική ταινία στα πρότυπα αυτών που έκαναν λίγω νωρίτερα οι Beatles, όμως με πιο έντονο τον σατιρικό χαρακτήρα, ο Ράφελσον συναντήθηκε με τον Τζακ Νίκολσον, έγραψαν μαζί το σενάριο και η καριέρα του δικού μας Τζακ θα έμπαινε στην πρώτη της ωριμότητα. Στο «Head» θα έπαιζε μεταξύ άλλων και ο Ντένις Χόπερ, στο δικό του τριπ ήδη κι εκείνος τότε να ξεφορτώνεται την ροκ εν ρολ νιότη του '50 του. Την επόμενη χρονιά ο Ράφελσον παρήγαγε μια ταινία ονόματι «Easy Rider»...

To 1970-1971 όμως θα ήταν η θαυματουργή διετία. Από τη μια η παραγωγή του Last Picture Shοw του Πίτερ Μπογκντάνοβιτς και από την άλλη τα Πέντε Εύκολα Κομμάτια με τον Νίκολσον, δεν θέλουν συστάσεις. Θέλουν μόνο την περιστασιακή υπενθύμιση του μεγαλείου τους, ή αυτού έστω που οι εναπομείναντες εκτιμούμε ως τέτοιο, γιατί εναπόκειται στην εποχή και τους δημιουργούς του μέλλοντος να αποφανθούν καταλληλότερα.

Το 1972 έρχεται η ατυχώς ξεχασμένη (τι γράφαμε πιο πάνω;) The King of Marvin Gardens, ξανά με τον Νίκολσον και δίπλα τους Έλεν Μπέρνστιν και Μπρους Ντερν και κάπου θα έλεγες ότι ένας άξιος συνοδοιπόρος των Όλτμαν, Άσμπι και όλης βέβαια της γενιάς εκείνης, είχε αριβάρει. Δεν συνέβη, παρότι και το Stay Hungry του '76 (με Τζεφ Μπρίτζες, Σάλι Φιλντ και νεαρό Σβαρτζενέγκερ!) είναι ωραιότατη ταινία κι έφερε και δύο-τρεις ακόμα βασικούς μεταγενέστερους στα πράγματα.

Αφ' ότου διώχθηκε από την παραγωγή του Brubaker με τον Ρέντφορντ, που τελικά έγινε από τον Στιούαρτ Ρόζενμπεργκ, ακολουθούμενος από, κατά τον ίδιο υπερβολικές, φήμες ότι γρονθοκόπησε τον επικεφαλής της 20th Century Fox, ο Ράφελσον ουσιαστική μπήκε στην 2η φάση της καριέρας του. Που ουσιαστικά αποτελείται από τον Ταχυδρόμο (που) Χτυπά Πάντα Δύο Φορές και τα ολίγα που καταπιάστηκε έκτοτε, στη ράχη μιας φήμης που απολάμβανε σχεδόν αποκλειστικά στην Ευρώπη.

Εκείνο, με Νίκολσον, Λάνγκ, έναν Έλληνα ταβερνιάρη που την πλήρωσε και ένα τραπέζι μιας κουζίνας, μαζί με τα σκεύη του, είναι μια ταινία κατώτερη της δίκαιης ερωτικής της φήμης, που αποτελούσε μία από τις διασκευές του νουάρ του Τζέιμς Κέιν (της λιγότερη καλής και της πιο εθιστικά παρακολουθούμενης) και συνέχιζε την οικογενειακή του σχέση με τον Νίκολσον.

Το 1987 ο Ράφελσον έκανε την Μαύρη Χήρα, με Ντέμπρα Γουίνγκερ και Τερέζα Ράσελ, μια υποδειγματικού '80ς στιλιζαρίσματος νουάρ ιστορία, ξανά διάστικτη με κάποιο ταλέντο και μισή επιτυχία - που κάποιοι αγαπούμε επίσης παθολογικά - και αυτό ήταν όλο για την δεκαετία εκείνη.

Ακολούθησαν τα «Βουνά του Φεγγαριού» (1990), μια πέρα για πέρα άξια και πανέμορφη ταινία (Ρότζερ Ντίκινς, φωτογράφου) για τους εξερευνητές Ρίτσαρντ Μπέρτον και Τζον Χάνινγκ Σπέκι και δυο χρόνια μετά ξανά Νίκολσον, μία με τον Προστάτη (1992) και μία με το Διαμάντια και Άιμα (1996), κανένα καλό, κανένα λιγότερο από αγαπημένο για αυτούς που μεγάλωναν τότε και η σκιά του διδύμου Ράφελσον-Νίκολσον ήταν ιδιαίτερη και φίνα ταυτόχρονα κι όλα τα συγχωρούσες, δηλαδή τα χώραγες, αφού χωρίς αυτό σινεφιλία δεν νοείται.

Έμενε ένα ακόμα μόνο, τα Εγκλήματα Δωματίου, από πρώτη ύλη Ντάσιελ Χάμετ παρακαλώ, επίσης κακό δεν είναι, όμως όλα είχαν αλλάξει τόσο πολύ «μόλις» 20 και 30 χρόνια μετά τις καταξιώσεις, που η ταινία δεν έβρισκε καν διανομή σε ευρύ κύκλωμα στις ΗΠΑ.

Ό,τι απορρέει από το κείμενο απορρέει, επί του συναισθηματικού. Είναι μεγάλη απώλεια ο Ράφελσον, αλλά μεγάλη για ιδιωτικές συλλογές και μικρά μαυσωλεία. Η ιστορία δεν θα πολυγράψει για εκείνον, για τις λεπτές του αποχρώσεις, για το ευρωπαΐζον στιλ του που έσπαγε στις γωνίες την αμερικανική μονοτονία, για την ακατάτακτη εξυπνάδα του σινεμά του - κι ας ήταν αυτό το τελευταίο γενικά ανολοκλήρωτο. Ίσως πιο πολύ είναι που μας πειράζει η λησμονιά γύρω απ' το όνομά του, μαζί με το αναπόφευκτο του ότι φεύγουν δικοί μας κινηματογραφικοί άνθρωποι, με υπογραφή και χαρακτήρα.

Ελαφρύ το χώμα.