Τα θαυμαστά κινηματογραφικά «παράσιτα» του Μπονγκ Τζουν-χο - αφιερωματα , θεματα || cinemagazine.gr
16:09
12/5

Τα θαυμαστά κινηματογραφικά «παράσιτα» του Μπονγκ Τζουν-χο

Με αφορμή το αφιέρωμα του Cinobo στον βραβευμένο με Όσκαρ και Χρυσό Φοίνικα, Μπονγκ Τζουν-χο, βλέπουμε ξανά τις ταινίες «Μνήμες Φόνων», «Μητέρα» και «Σκύλος που Γαβγίζει». Οι παραπάνω ταινίες αποτελούν πανελλαδική πρεμιέρα του Cinobo, αφού γίνονται για πρώτη φορά διαθέσιμες στο κοινό της Ελλάδας και της Κύπρου.

Ενα χρόνο μετά την βράβευση στις Κάννες με Χρυσό Φοίνικα για τα «Παράσιτα» και μερικούς μήνες μετά την ιστορική πρωτιά στα Όσκαρ, το Cinobo, η νέα ελληνική streaming πλατφόρμα ανεξάρτητου κινηματογράφου, σας προσκαλεί στο ανατρεπτικό και κοινωνικά ανήσυχο κόσμο του Νοτιοκορεάτη σκηνοθέτη.

Διαβάστε στη συνέχεια την γνώμη μας για τις ταινίες «Μνήμες Φόνων», «Μητέρα» και «Σκύλος που Γαβγίζει», διαθέσιμες σε πρώτη πανελλαδική προβολή τον Μάιο στην πλατφόρμα, και ενημερωθείτε αναλυτικά για τις προβολές του μήνα στο άρθρο Αφιέρωμα σε Κριστόφ Κισλόφσκι, Μπονγκ Τζουν-χο και Κάννες τον Μάιο στο Cinobo.

«Μνήμες Φόνων» (Memories of Murder, 2003)
Η ταινία προβάλλεται ήδη στο Cinobo από τις 5/5

Το πρώτο χρονικά αριστούργημα του Μπονγκ Τζουν-χο εξακολουθεί να κοντράρει επί ίσοις όροις κάθε επόμενο σημαντικό σταθμό της καριέρας του, συμπεριλαμβανομένων ακόμη και των οσκαρικών «Παρασίτων», κινούμενο μαεστρικά εντός εκτός και επί τα αυτά του αστυνομικού φιλμ μυστηρίου με φόντο την αληθινή - και άλυτη μέχρι τον περασμένο Σεπτέμβρη - ιστορία του πρώτου Κορεάτη serial killer.

Τρία χρόνια μετά τον «Σκύλο που Γαβγίζει», οι «Μνήμες Φόνων» ήταν το follow up που διεύρυνε αποφασιστικά την ορατότητα του Μπονγκ Τζουν-Χο στο διεθνές φεστιβαλικό κύκλωμα θέτοντάς τον στο ίδιο κάδρο με τους πλέον υποσχόμενους δημιουργούς παγκοσμίως των αρχών των ‘00s. Η έκτοτε αδιάκοπα ανερχόμενη πορεία του έμελλε ωστόσο να συναντηθεί εκ νέου με μια ενδιαφέρουσα συγκυρία γύρω από τη δράση του πρώτου κατά συρροή δολοφόνου που συντάραξε τη Νότια Κορέα κατά το δεύτερο μισό της δεκαετίας του ‘80, γύρω από την οποία περιστρέφονται οι «Μνήμες Φόνων». Ήταν τον περασμένο Σεπτέμβριο, λίγους μήνες δηλαδή μετά τον θρίαμβο του Μπονγκ στις Κάννες με τα «Παράσιτα», όταν οι τοπικές αστυνομικές Αρχές ανακοίνωσαν την ταυτοποίηση του δράστη σχεδόν τρεισήμισι δεκαετίες μετά το πρώτο του χτύπημα. Ήταν λες και η μέχρι τότε σπουδαιότερη επιτυχία του Κορεάτη δημιουργού (σ.σ. δεν είχε έρθει ακόμα η ώρα των Όσκαρ) «ήθελε» να συνδεθεί με την πρώτη του, συμπίπτοντας φυσικά με την επίλυση μιας υπόθεσης που αποτελούσε υπόθεση τιμής για τις Αρχές της χώρας.

Ενδιαφέρον πάντως οι συνδέσεις που στήνει μερικές φορές η εξέλιξη των πραγμάτων - κι ας επαφίεται σε εμάς το αν θα επιλέξουμε τελικά να τις δούμε. Άλλωστε με μια τέτοια εμφανή όσο και αριστουργηματική σύνδεση κλείνει την ταινία εδώ ο Μπονγκ, όταν ο άτσαλος ντετέκτιβ Παρκ (τον υποδύεται ο Σονγκ Κανγκ-χο για να εξελιχθεί έκτοτε σε αγαπημένο πρωταγωνιστή του Μπονγκ) συνειδητοποιεί δεκαετίες μετά την απεμπλοκή του από την διαβόητη υπόθεση πως τόσο εκείνος όσο και ο ασύλληπτος ακόμα δολοφόνος εξακολουθούν να στοιχειώνονται από όσα προηγήθηκαν. Τις μνήμες συγκεκριμένα όπως ο τίτλος υποδεικνύει, αφού η ταινία καταλήγει οριοθετώντας το 2003 ως παρόν, αφήνοντας ως εκ τούτου τις δύο φιλμικές ώρες που προηγήθηκαν να είναι ακριβώς αυτό: μνήμες. Οδυνηρές μνήμες γύρω από το κυνήγι ενός φονιά που από το ‘86 ως το ‘91 άφησε στο διάβα του δέκα γυναίκες βιασμένες και δολοφονημένες στην επαρχία Hwaseong.

Αποκτώντας έξτρα ώθηση εντός της σινεφίλ κοινότητας αφ’ ης στιγμής ο Ταραντίνο ομολόγησε την λατρεία του για το φιλμ συγκαταλέγοντάς το στο top-20 του για την τελευταία 20ετία, οι «Μνήμες Φόνων» βρέθηκαν να κοντράρουν στα ίσια ως και το περιβόητο «Zodiac». Απέναντι στο αμιγώς ζοφερό διαμάντι του Φίντσερ κατά το οποίο οι αφοσιωμένοι ντετέκτιβ βυθίζονται στην ματαιωτική απόγνωση εβρισκόμενοι μονίμως ένα βήμα πίσω από τον (επίσης ασύλληπτο) serial killer, εδώ ο Μπονγκ εντάσσει το στοιχείο του γελοίου, τη φάρσα, δίχως να στερεί τίποτα από την τραγικότητα ή το σκοτάδι του αστυνομικού μυστηρίου που διατηρείται σε πρώτο πλάνο. Μέσα από την εμφανή ανεπάρκεια των ντόπιων αστυνομικών Αρχών που εξαντλούν τα όρια της δικαιοδοσίας τους ξυλοφορτώνοντας τον κάθε δύστυχο ύποπτο ή την κόντρα τους με τον νεοφερμένο πρωτευουσιάνο ντετέκτιβ από την Σεούλ που προσπαθεί να επιβάλλει έναν στοιχειώδη επαγγελματισμό και σοβαρότητα στις έρευνες, ο Μπονγκ ξανοίγεται σε μία σειρά από ραφιναρισμένα σχόλια αφοπλιστικής ευστοχίας.

Σε ευρύτερο επίπεδο μιλά για μια χώρα που εστιάζει στον εχθρό εκτός των τειχών, χάνοντας αυτόν που ελλοχεύει εντός. Σε υπαρξιακό πάλι, είναι αυτή η υπερβατική σύνδεση μεταξύ διώκτη και διωκώμενου εκεί στον επίλογο που καταπίνει μονομιάς κάθε μανιχαϊστικό διαχωρισμό μεταξύ καλού και κακού, σε μία επιβεβαίωση της νιτσεϊκής ρήσης περί της αβύσσου και του βλέμματος προς αυτή που επιστρέφεται με κόστος. Νεκτάριος Σάκκας

«Μητέρα» (Mother, 2009)
Η ταινία προβάλλεται ήδη στο Cinobo από τις 10/5

Ο 27χρονος Ντο-τζουν, ένας νεαρός αφελής άντρας κατηγορείται για την δολοφονία μιας έφηβης. Όταν η αστυνομία και ο δικηγόρος του βιάζονται να κλείσουν την υπόθεση με εκείνον ως προφανή ένοχο, η μητέρα του - ίσως ο μοναδικός άνθρωπος που υποστηρίζει την αθωότητά του - θα αναλάβει να ερευνήσει προσωπικά την υπόθεση.

Μετά την διεθνή επιτυχία του «Επισκέπτη» και λιγο πριν το μεγάλο αγγλόφωνο εισιτήριο του «Snowpiercer», ο Μπονγκ Τζουν-χο ακολούθησε ξανά τα βήματα του αστυνομικού θρίλερ μυστηρίου. Πιστός, όμως, σε μία ανατρεπτική ανάγνωση των ειδών, κινηματογραφεί εδώ μία απροσδόκητη femme fatale, ένα αδιαφιλονίκητο αρχέτυπο καλλιτεχνικής έμπνευσης και διαπροσωπικής εμπλοκής: μία μητέρα.

Η μητέρα ως ανιδιοτελές σύμβολο προσφοράς έχει «θρέψει» την καλλιτεχνική δημιουργία πολλάκις. Εδώ, ο Μπονγκ Τζουν-χο υπογραμμίζει τον ρόλο της ως απόλυτο στήριγμα, μία μάνα κουράγιο, που «υπάρχει» για να υπηρετεί ακριβώς αυτή την ιδιότητα. Χωρίς την αρωγή συντρόφου / πατέρα. Ο εξαιρετικά μεγάλος ζήλος που επιδεικνύει φέρνει στην επιφάνεια την υποδόρια (και μόνιμη) αγωνία της μητέρας να προστατεύσει το παιδί της, αλλά και την επιθυμία να «λειάνει» τις ενοχές και τα σφάλματα της διαπαιδαγώγησης. Η μητέρα της ταινίας κουβαλά πολύ προσωπικά τις συνέπειες των πράξεων του γιου της και δεν επιθυμεί να κόψει τον ομφάλιο λώρο. Διόλου τυχαία, ο χαρακτήρας που υποδύεται με αφτιασίδωτη πληρότητα και σιδερένια θέληση η Κιμ Χάι-τζα (περισσότερα από 12 βραβεία ερμηνείας για τον συγκεκριμένο ρόλο, μεταξύ των οποίων από την Ένωση Κριτικών του Λος Άντζελες και την Online Film Critics Society), δεν έχει όνομα, της αρκεί το «Μητέρα» του τίτλου. Στην εισαγωγική σκηνή της ταινίας, η κάμερα την ακολουθεί σε ένα χωράφι με στάχυα: είναι η μάνα γη, η μητέρα της ταινίας, προαιώνια αφετηρία και τροφός.

Ο Μπονγκ Τζουν-χο χαρτογραφεί τα μητρικά συναισθήματα με οδηγό μία κινηματογραφική επιμειξία φιλμ νουάρ, μαύρης κωμωδίας και κοινωνικού θρίλερ. Όλα τα χαρακτηριστικά του γνωρίσματα είναι εδώ, με προεξάρχον εκείνο της τολμηρής, τραγελαφικής γλώσσας που εναλλάσσει το βαρύθυμο δράμα με την παράλογη κωμωδία σε ελάχιστα δευτερόλεπτα. Κάτι που μπορεί αρχικά να δημιουργεί απόσταση από το κοινό, αλλά ουσιαστικά λειτουργεί σε πληρη συντονισμό με την σισύφεια ρωγμή της καθημερινότητάς μας. Φυσικά δεν ξεχνά να σχολιάσει τις αντιθέσεις της ταξικής απόστασης (το τροχαίο με τον πλούσιο καθηγητή και το περιστατικό στο γκολφ, η συνάντηση με τον αδιάφορο δικηγόρο σε «ανήθικο» περιβάλλον), τις αμείλικτες επιλογές της φτώχειας (η σκληρή αποκάλυψη της «ρυζογκοφρέτας») και την εύκολη στοχοποίηση των ατόμων με νοητική υστέρηση. Το σινεμά του, αλλωστε, βρίθει «παρασίτων».

Καθώς η πλοκή ξετυλίγεται και η λύση του μυστηρίου πλησιάζει, η ταινία επιφυλάσσει μία από τις πιο δυνατές ιδέες της για φινάλε. Η μητέρα θα αναλάβει δράση για να διασφαλίσει το μέλλον και να καθαρίσει το παρελθόν με μία αμφιλεγόμενη - και ταυτόχρονα σπαρακτική -  ενέργεια. Το βασανισμένο μυαλό θα εκτονωθεί μέσα από τον χορό του σώματος και έτσι θα ολοκληρώσει ένα θαυμάσιο, πικρό, ταξίδι αναψυχής. Πάνος Γκένας

«Σκύλος που Γαβγίζει» (Barking dogs never bite, 2000)
Η ταινία θα κάνει πρεμιέρα στο Cinobo στις 19/05

Μέσα στο πλαίσιο που ορίζει μια πρώτη σκηνοθετική δουλειά, το «Barking Dogs…» είναι μια θαυμάσια έμμεση αποτύπωση της world cinema ατμόσφαιρας του επερχόμενου Y2K, μιας εποχής που μασκάρευε τη ματαιότητά της ερχόμενη γεμάτη υπόσχεση να σταθεί στο πλάι ζωών προκαθορισμένων. Υπό το φως των «Παρασίτων» δε, είναι μια δημιουργία που αποκαλύπτει εμφανώς την υπογραφή, το συγκεκριμένο πλησίασμα του Μπονγκ Τζουν-χο στην ταξική κατάσταση των πραγμάτων. 

Η ιστορία είναι αυτή ενός στάσιμου μεταπτυχιακού (ανθρωπιστικών επιστημών, έχει σημασία) που περιμένει επί μακρόν τον διορισμό του, ζει ευνουχισμένα με την έγκυο γυναίκα του και ταλαιπωρείται (δυσανάλογα) από τα γαβγίσματα σκύλων των γειτόνων, σε μια από εκείνες τις θηριώδεις κατασκευές-συγκροτήματα κατοικιών της Σεούλ. Μη έχοντας και κάτι καλύτερο να κάνει, ζει μια ζωή ανάμεσα στο να…σπάει καρύδια για την ιδιότροπη, αδιάφορη σύζυγο και να βάζει στο μάτι πώς θα βγάλει απ’ τη μέση του γειτονικούς σκύλους. Η άλλη κεντρική χαρακτήρας είναι μια βαριεστημένη άεργη λογίστρια, που μαθαίνει από σπόντα για έναν χαμένο σκύλο αλλά βλέπει και κατά τύχη μια στιγμή ξεφορτώματος ενός άτυχου τετραπόδου. 

Υπό τους ήχους περιστασιακής acid jazz υπόκρουσης, υφέρπουσας πάνκικης διάθεσης, (ήδη) φτασμένου στιλ και εν μέσω κάμποσο διασκεδαστικής – και βιρτουόζικης - αντίληψης των ανεκδοτολογικών σεκάνς, ο Μπονγκ Τζουν-χο φτιάχνει πρωτίστως μια σατιρική κομεντί γενεαλογικού χαρακτήρα. Η ζωή της γενιάς του μιλένιουμ είναι μυρμηγκοειδώς άσκοπη, μοιάζει να λέει. Ωστόσο, πέρα από την πλάκα σκηνών όπως αυτή του σκύλου που πετιέται απ’ την ταράτσα (διερωτάσαι αν η ορθότητα επιτρέπει σήμερα τέτοιος αστεϊσμούς – τότε προηγούμενου και του «As Good as It Gets», βέβαια), μιας «μέτρησης 100 μέτρων», ενός ανθρωποκυνηγητού σε αργή κίνηση κι ενός άλλου, ανθολογίας αυτό, από έναν άστεγο, το φως των μετέπειτα δημιουργιών φωτίζει ένα υπόστρωμα υπαρκτό και σημαίνον. 

Από το ασφυκτικό ψιλικατζίδικο (που θυμίζει και το «Host», λίγα χρόνια έπειτα), μέχρι μια συνολική θεματική που προσεγγίζει ταξικά έναν κόσμο στον οποίον οι φτωχοί τρώγονται μεταξύ τους (όπως στα «Παράσιτα»), ο Τζουν-χο σχολιάζει τον θάνατο του ανθρωπισμού («ο 50ος – τελευταίος – ιδανικότερος γαμπρός είναι ο καθηγητής των ανθρωπιστικών επιστημών!», ακούγεται κάποια στιγμή), που εγκαταλείπει τις κατώτερες τάξεις σε μια κοινότοπη, αφόρητης ασημαντότητας καθημερινότητα. Αναπόφευκτα οι φιλοδοξίες συρρικνώνονται, οι διαπροσωπικές σχέσεις πληγώνονται, η (γενικώς εννοούμενη) πενία δεν κατεργάζεται τέχνας αλλά την αυτοδίκαιη επιβολή προσωπικών κανόνων. 

Μολονότι τα 110 λεπτά λογίζονται τέντωμα μιας ιστορίας που μπορούσε να ολοκληρωθεί συντομότερα (ο Τζουν-χο πάσχει δεδομένα από την πάθηση της υπερσεναριογράφησης που αποπροσανατολίζει και πλήττει τη συνοχή), στο αποτέλεσμα πνέει ένας σχετικά οικονομικός, ευτυχής σατιρικός χαρακτήρας και η φωτογραφιζόμενη υπόνοια, έστω σκωπτική, ενός κόσμου σε ταξική αναστάτωση (που θα φέρει την αντίδραση των «Παρασίτων») βαρυσήμαντη. Είναι αλήθεια άλλωστε ότι η μεγαλύτερη επιτυχία του Διαβόλου (του συστήματος δηλαδή) είναι η απονεύρωση και ο αποπροσαντολισμός των μη οικονομικά προνομιούχων. Σκύλοι που γαβγίζουν, πράγματι, δεν δαγκώνουν. Ηλίας Δημόπουλος

Λίγα λόγια για το Cinobo 

Το Cinobo (Cinema No Borders) είναι η νέα ελληνική συνδρομητική streaming (sVOD) πλατφόρμα που ξεκίνησε τη λειτουργία της στις 12 Μαρτίου σε Ελλάδα και Κύπρο. Πρόκειται για τη μεγαλύτερη συλλογή ανεξάρτητου και arthouse κινηματογράφου, με εκατοντάδες ταινίες επιλεγμένες και κατηγοριοποιημένες από επαγγελματίες curators του κινηματογραφικού χώρου. Με μόλις 7,99€ τον μήνα, δωρεάν δοκιμή 14 ημερών και δυνατότητα ακύρωσης ανά πάσα στιγμή, οι συνδρομητές του Cinobo μπορούν να παρακολουθήσουν απεριόριστα επιλεγμένο κινηματογραφικό περιεχόμενο από όλο τον κόσμο με ελληνικούς υπότιτλους. Η πλατφόρμα ανανεώνεται σε εβδομαδιαία βάση με μία «Πρεμιέρα Cinobo» και  δύο νέες προσθήκες, ενώ παρουσιάζει ανά 15 ημέρες εκτενή αφιερώματα και συλλογές.  

Η υπηρεσία παρέχει τη δυνατότητα προβολής ταινιών σε High Definition και με 5.1 surround ήχο για την ultimate κινηματογραφική εμπειρία. Είναι διαθέσιμη σε ηλεκτρονικό υπολογιστή μέσω ιστοσελίδας, καθώς επίσης μέσω της Cinobo εφαρμογής σε smartphone και tablet (Αndroid, iOS) και Smart TV (Android, LG με WebOS 4.0 ή μεταγενέστερα) και με προβολή μέσω Chromecast. Με μία μηνιαία συνδρομή ο χρήστης έχει απεριόριστη πρόσβαση από όλες τις υποστηριζόμενες συσκευές, δυνατότητα θέασης σε δύο οθόνες ταυτόχρονα και τη δυνατότητα να ακυρώσει και να συνεχίσει τη συνδρομή του ανά πάσα στιγμή χωρίς επιπλέον χρεώσεις. Το Cinobo παρέχει τη δυνατότητα προβολής εκτός σύνδεσης (Offline Viewing) για προβολή ταινιών on the go, λειτουργία Continue Watching για συνέχεια αναπαραγωγής της ταινίας από οποιαδήποτε συσκευή, δυνατότητα πρόσθεσης ταινιών στη λίστα του χρήστη και λειτουργία γονικού ελέγχου.  

Visit: 
https://cinobo.com/ 
Follow:
https://www.instagram.com/cinobo/
https://www.facebook.com/CinoboGR
https://twitter.com/CinoboGR
https://www.youtube.com/channel/UCmIJXiCjpNh4HgPSUIGeX1Q/featured 

Apps: 
App store: https://apple.co/2WbBa5d 
Play store: https://bit.ly/3aKM2dY

Γενικές πληροφορίες και εξυπηρέτηση πελατών:  
Τηλέφωνο: +30 2142148777 
Email: help@cinobo.com 
Η υπηρεσία εξυπηρέτησης πελατών είναι διαθέσιμη 24/7 μέσω τηλεφώνου, chat, φόρμας επικοινωνίας και email.