Απόντες - cinemagazine.gr
23:42
28/4

Απόντες

Τι κάνει μια ελληνική ταινία να ξεχωρίζει; Αρκεί να είναι απλά και μόνο καλύτερη από τις άλλες; Δυστυχώς, συνήθως ναι. Ευτυχώς, οι «Απόντες» του Νίκου Γραμματικού δηλώνουν παρόντες, δίχως να έχουν ανάγκη τις συγκρίσεις.

Από την Ιωάννα Παπαγεωργίου

Γύρω από ένα τραπέζι ο κύκλος της παρέας έξι νέων ανθρώπων κλείνει συχνά κάθε χρόνο, αναζητώντας τις δυνάμεις που τον σχηματίζουν. Έξι άντρες, αγαπημένοι φίλοι από παιδιά, συναντιούνται στον τόπο γέννησής τους – τη Σαλαμίνα – για να μοιραστούν τις ώρες, τα συναισθήματα και τα όνειρά τους, κρατώντας τις διόδους επικοινωνίας τους ανοιχτές. Επτά χρόνια από τη ζωή τους κυλούν στην οθόνη, για να αποκαλύψουν τη σταδιακή απομάκρυνση και διαφοροποίησή τους, καθώς ο καθένας τους ξεχωριστά ψάχνει το ενήλικο μέλλον του μακριά από το σημείο εκκίνησής τους – μακριά από το παρελθόν που τους κρατούσε ενωμένους. Ο κύκλος της ιστορίας κλείνει και γύρω από το τραπέζι υπάρχουν, τώρα πια, μόνο άδειες καρέκλες…

Καρέκλες, όμως, γεμάτες ανθρώπινες αναμνήσεις, πάθη και ανεκπλήρωτα όνειρα. Έξι απλοί άνθρωποι βιώνουν την καθημερινότητα όπως όλοι, προσπαθώντας να προλάβουν το αύριο, χωρίς να προδώσουν το χτες και (όπως όλοι) δεν τα καταφέρνουν. Η αγωνία τους και η πορεία τους μέσα στο χρόνο είναι οικεία και χειροπιαστή, καθώς το σενάριο δε βιάζεται να τους ανακαλύψει. Με έναν αργό, «υπομονετικό» ρυθμό, μέρα με την ημέρα, χρόνο με τον χρόνο, φέρνει στην επιφάνεια τα ίχνη και τις δυναμικές που χτίζουν το χαρακτήρα τους και τους ολοκληρώνουν (σε σχέση πάντα με το περιβάλλον τους και τις συγκυρίες της ζωής) ως υπάρξεις, μέχρι τη στιγμή του αποχωρισμού, αλλά και μετά από αυτή.

Εξαιρετικές ερμηνείες όλων των πρωταγωνιστών και συνειδητοποιημένη σκηνοθεσία, η οποία ξέρει πότε πρέπει να πλησιάσει τα πρόσωπα και πότε να απομακρυνθεί

Σύμμαχοι σε αυτήν τη ρεαλιστική καταγραφή γίνονται τόσο οι εξαιρετικές ερμηνείες όλων των πρωταγωνιστών (με προεξέχοντα το Νίκο Γεωργάκη) όσο και η συνειδητοποιημένη σκηνοθεσία, η οποία ξέρει πότε πρέπει να πλησιάσει τα πρόσωπα και πότε να απομακρυνθεί, πότε να εμπλακεί στο συναίσθημα και πότε να παραμείνει απλά παρατηρητής.

Εδώ μιλάμε δηλαδή για μια σπουδαία ταινία; Φοβάμαι πως όχι ακριβώς. Το τελικό αποτέλεσμα δίνει την εντύπωση πως διαρκεί κάτι παραπάνω απ’ όσο πρέπει. Στο πρώτο μέρος η ιστορία προχωράει αδικαιολόγητα αργά, δημιουργώντας για αρκετό διάστημα την αίσθηση πως τίποτα απολύτως δε συμβαίνει και ούτε πρόκειται να συμβεί. Από την άλλη, οι χρονολογίες που πέφτουν σε μαύρο φόντο και χωρίζουν την ταινία σε χρονικές περιόδους (όσο κι αν υποτίθεται ότι υπηρετούν την κυκλική της εξέλιξη) σπάζουν αναπόφευκτα το ρυθμό της, κουράζοντας τον θεατή, ο οποίος, από ένα σημείο και μετά, ασυνείδητα αναρωτιέται «πόσα επιτέλους καλοκαίρια και χειμώνες θα δούμε ακόμα;». Γεγονός που κατά κάποιον τρόπο καλουπώνει το φιλμ, στερώντας του πόντους από την απλότητα, το ρεαλισμό και την αμεσότητα που τόσο πολύ θέλει να μεταδώσει.

Τελικά, και παρά τις αδυναμίες τους, οι «Απόντες» κατορθώνουν να γευτούν το στόχο τους και να προκαλέσουν γνήσια συγκίνηση, κερδίζοντας ουκ ολίγα σημεία επαφής με το κοινό. Ταυτόχρονα προσπερνούν τις όποιες ομοιότητες με το «Τέλος Εποχής» και βγαίνουν κερδισμένοι, αφού σαφώς αποφεύγουν τον εύκολο ρομαντισμό (του ασπρόμαυρου φιλμ και όχι μόνο) προτιμώντας τα πολλά και συχνά κυνικά χρώματα της ανθρώπινης πραγματικότητας.

Στο πικρό, αλλά όχι χωρίς ελπίδα, φινάλε, ένας κύκλος κλείνει οριστικά όταν ένας καινούριος ανοίγει. Γύρω από ένα άλλο τραπέζι οι καρέκλες γεμίζουν ξανά…

Η κριτική της ταινίας δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά στο τεύχος 75 του περιοδικού ΣΙΝΕΜΑ, τον Ιανουάριο του 1997.

ΟΛΕΣ ΟΙ ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ
  • Απόντες
  • Απόντες